MountainsGreece

Στα βουνά της Πελοποννήσου

Για ακόμη μία φορά αποφασίσαμε να επισκεφτούμε δύο αγαπημένα βουνά στην Πελοπόννησο. Ξεκινήσαμε για μια ανάβαση στη Ντουρντουβάνα και στον Ερύμανθο. Αναχωρήσαμε την Παρασκευή το βράδυ με σκοπό να κοιμηθούμε δίπλα στην τεχνητή λίμνη Δόξα. Ο καιρός ήταν βροχερός αλλά τα μετεωρολογικά δελτία έδιναν ένα άνοιγμα το Σάββατο και την Κυριακή.

Φτάνοντας στη λίμνη η βροχή είχε σταματήσει και είχαμε το περιθώριο να στήσουμε τις σκηνές μας χωρίς να γίνουμε μούσκεμα. Οι γύρω κορυφές ήταν κρυμμένες μέσα στα σύννεφα. Ο ουρανός φαινόταν βαρύς και αναρωτιόμουνα εάν τελικά θα άνοιγε το επόμενο πρωί. Στις έντεκα η ώρα αποφασίσαμε να ξαπλώσουμε για να χορτάσουμε ύπνο. Δυο ώρες αργότερα η βροχή είχε ξεκινήσει ξανά και συνέχιζε όλη τη νύχτα μέχρι και την ώρα που χτύπησε το ξυπνητήρι.

Βγαίνοντας από τη σκηνή οι φόβοι μου είχαν επαληθευθεί. Ο ουρανός ήταν σκοτεινός και οι κορυφές από πάνω μας ήταν ακόμη κρυμμένες. Η βροχή είχε σταματήσει αλλά ήταν πολύ πιθανό να ξαναρχίσει μια δυνατή μπόρα ανά πάσα στιγμή.

Εκμεταλλευόμενοι τη μικρή εκεχειρία με τη βροχή ετοιμαστήκαμε και ξεκινήσαμε για το διάσελο του κυνηγού. Ακολουθήσαμε τον δασικό δρόμο και πολύ σύντομα φτάσαμε στο χαρακτηριστικό μαντρί όπου ξεκινούσε το ορειβατικό μονοπάτι. Τα χιόνια έκαναν την εμφάνισή τους αρκετά πιο ψηλά, λίγο πριν βγούμε στο διάσελο. Μπορεί στη λίμνη να έβρεχε αλλά εδώ πάνω όλο το βράδυ χιόνιζε. Είχαμε τη χαρά να περπατάμε σε φρέσκο ολοκάθαρο χιόνι και την ατυχία να βουλιάζουμε μέσα του. Η ομάδα μας αριθμούσε τέσσερις συντρόφους και δεν θα το βάζαμε εύκολα κάτω.

Φτάνοντας στο διάσελο κάναμε μια στάση για να βάλουμε τις γκέτες μας και κατευθυνθήκαμε αριστερά προς τις απότομες πλαγιές της Ντουρντουβάνας. Δεξιά μας αφήναμε την κορυφογραμμή που οδηγούσε στα Χτένια Χελμού η οποία και αυτή ήταν καλυμμένη από τα σύννεφα.

Γνώριζα ότι το μονοπάτι για την κορυφή ήταν ασαφές και η σήμανση κακή. Το πρώτο μισάωρο ακολουθούσαμε τα σήματα μέχρι που τα χάσαμε σε ένα βραχώδες σημείο του βουνού. Από εκεί και πέρα θα άρχιζε η περιπέτεια. Το έργο το είχα ξαναδεί και όλα μαρτυρούσαν ότι μόνο με ένα θαύμα θα φτάναμε στην κορυφή. Ο καιρός παραπάνω άλλαζε προς το χειρότερο. Εκτός από την ομίχλη είχαμε να αντιμετωπίσουμε και την χιονόπτωση που περιόριζε ακόμη περισσότερο την ορατότητα.

Η διαδρομή που επιλέξαμε ήταν δύσκολη σε τέτοιες συνθήκες. Περιμέναμε να ανοίξει λίγο η ομίχλη και συνεχίζαμε όλο και πιο ψηλά. Η απότομη κλίση του βουνού μας μαρτυρούσε ότι ήμασταν σε κακό δρόμο και σίγουρα δεν υπήρχε κάποιο μονοπάτι εκεί. Όμως δεν πτοούμασταν και συνεχίζαμε σταθερά.

Μετά από περίπου δύο ώρες είχαμε φτάσει στο αλπικό τμήμα και τα δέντρα είχαν εξαφανιστεί. Εδώ πάνω μιλούσε μόνο το βουνό. Η κλίση του εδάφους μας ανάγκασε να βγάλουμε ένα σχοινί για να περάσουμε ένα απότομο σημείο ενώ λίγο αργότερα τα πράγματα γινόντουσαν ακόμη πιο επικίνδυνα. Είχαμε αρχίσει να συνειδητοποιούμε την ήττα μας. Ο καιρός δεν έμοιαζε να ανοίγει και η χιονόπτωση δυνάμωνε ολοένα και πιο πολύ. Αν και το νιώθαμε ότι ήμασταν πολύ κοντά στην βορινή κορυφή δυστυχώς όλα μας έλεγαν ότι θα έπρεπε να κατεβούμε. Τελικά μετά από μια μίνι συνέλευση η λογική επικράτησε του πάθους και ξεκινήσαμε να κατηφορίζουμε. Βασικό ρόλο στην απόφαση μας έπαιξε η απότομη πλαγιά που είχαμε μπροστά μας και η αδυναμία να βρούμε μια διέξοδο προς την κορυφή. Η ομίχλη ήταν ο αρχηγός και μας έδειχνε μόνο ένα δρόμο, αυτόν που οδηγούσε χαμηλότερα προς το διάσελο του κυνηγού.

Η κατάβαση ήταν πιο εύκολη αλλά σε πολλά σημεία εξαιτίας της απότομης κλίσης κατεβαίναμε κάνοντας τσουλήθρα. Ακολουθήσαμε τα βήματά μας και σύντομα φτάσαμε στο διάσελο. Χαμηλότερα το χιόνι είχε μαλακώσει αρκετά και έδινε μάχη για να μη λιώσει. Ο Μάρτης έδωσε μια άλλη εικόνα στον ήπιο φετινό χειμώνα με αρκετά κρύα και χιονοπτώσεις αλλά ο περιορισμός του χιονιού στα υψηλά είχε ξεκινήσει.

Αφήναμε μια κορυφή πίσω μας που δεν την πατήσαμε ποτέ αλλά την επομένη ημέρα θα είχαμε μια νέα ευκαιρία να ανέβουμε σε μια από τις ψηλότερες κορυφές του Ερυμάνθου, στον Ωλονό η στον Μουγγίλα.

Η μέρα συνεχίστηκε με μαγείρεμα δίπλα στη λίμνη. Μαζί με εμάς έφαγε και ένα σκυλάκι που τριγυρνούσε μοναχό του στην περιοχή. Λίγο πριν πέσει το φως ξεκινήσαμε τη διαδρομή προς το παραθεριστικό οικισμό Μίχας που βρίσκεται κοντά στο χωριό Κάτω Βλασία. Πριν φτάσουμε κάναμε μια στάση στο χωριό Κλειτορία για να πιούμε έναν καφέ απολαμβάνοντας την ζεστασιά της ξυλόσομπας.

Ο δρόμος μετά την Κλειτορία ήταν αρκετά δύσκολος με πολλές στροφές. Τελικά κατά τις δέκα η ώρα φτάσαμε στον Μίχα. Κινηθήκαμε προς το πάνω μέρος του χωριού και κατασκηνώσαμε στην αυλή ενός μικρού σπιτιού. Ο καιρός ήταν καλύτερος αλλά τα συννεφάκια έκαναν ακόμη βόλτα στον ουρανό. Αφού ετοιμάσαμε τις σκηνές μπήκαμε γρήγορα μέσα και βάλαμε το ξυπνητήρι στις έξι.

Η βραδιά ήταν πιο κρύα από την χθεσινή και λίγο πριν το ξημέρωμα άρχισε να βρέχει. Δεν ήθελα να το πιστέψω ότι ακόμη δεν είχε ανοίξει ο ουρανός. Βγάζοντας το κεφάλι έξω κατάλαβα ότι και σήμερα τα πράγματα δεν θα ήταν εύκολα. Όμως ήταν πολύ νωρίς για να πιστέψω ότι το βουνό θα παρέμενε κλειστό όλη τη μέρα.

Ο πρώτος ορειβάτης είχε ετοιμαστεί και οι υπόλοιποι τρεις ακολουθήσαμε λίγο αργότερα με τη μοναδική κοπέλα της παρέας να δίνει μάχη για να βγει από το σλίπινγκ μπαγκ. Στις επτά και μισή βρισκόμασταν στο μονοπάτι για το βουνό. Περάσαμε πάνω από τα τελευταία σπίτια του χωριού και αρχίσαμε να ανηφορίζουμε στις απότομες πλαγιές. Σε λιγότερο από μισή ώρα είχαμε φτάσει στον δασικό δρόμο τον οποίο και ακολουθήσαμε μέχρι που ξαναβρήκαμε το μονοπάτι. Η σήμανση ήταν καινούργια και πολύ καλύτερη από παλιά και το μονοπάτι σε σχετικά καλή κατάσταση. Η κλίση του εδάφους ήταν αρκετά έντονη και η ανάβαση επίπονη.

Μέσα στο δάσος ακούσαμε έναν δρυοκολάπτη και μερικά άλλα πουλιά που όμως δεν μπορούσαμε να δούμε. Φτάνοντας στο διάσελο του Προφήτη Ηλία κάναμε μια στάση προτού μπούμε στο αλπικό κομμάτι του βουνού. Το σημείο ήταν κατάλληλο για κατασκήνωση με μοναδικό ανασταλτικό παράγοντα το κρύο. Ωστόσο το διάσελο αυτό ήταν πολύ κοντά στο αλπικό μέρος του βουνού από όπου θα μπορούσε κάποιος να εξερευνήσει τις γύρω κορυφές.

Λίγο παραπάνω ο ένας ορειβάτης της συντροφιάς αποφάσισε να γυρίσει πίσω σε μια μοναχική πεζοπορία. Έτσι συνεχίσαμε τρία άτομα προς τα πάνω. Στο σημείο που σταματούσαν τα δέντρα άρχιζε και η πυκνή ομίχλη. Για άλλη μια μέρα είχαμε αρχίσει να παρακαλάμε για ένα θαύμα ώστε να ανοίξει ο ουρανός. Εγώ είχα έναν ακόμη λόγο να νιώθω άσχημα γιατί ήταν δική μου η επιλογή για το ταξίδι σε αυτό το βουνό. Στο παρελθόν το είχα δει ξανά και μου άρεσε πολύ ενώ οι άλλοι δυο ορειβάτες δεν το είχαν δει και από ότι φαινόταν δεν θα το έβλεπαν.

Ξεκινήσαμε την τραβέρσα μέχρι το τελευταίο ορειβατικό σημάδι μέχρι που χάσαμε τα σήματα. Η ομίχλη πλέον είχε γίνει πολύ πυκνή και ο μόνος λόγος που συνεχίσαμε ήταν επειδή θυμόμουν τη μορφολογία της περιοχής. Το χιόνι ήταν πολύ σκληρό και μας επέτρεπε να κινούμαστε γρήγορα. Τα κραμπόν ήταν σωτήρια όπως και το πιολέ. Μετά από δύο απότομα λούκια φτάσαμε στην χαρακτηριστική στάνη που βρίσκεται σε ένα πλάτωμα. Το ένα σπιτάκι ήταν ανοιχτό και σε περίπτωση κακοκαιρίας θα μπορούσε να το χρησιμοποιήσει κανείς. Εκεί κάναμε μια στάση για να σκεφτούμε τι θα κάναμε. Τελικά αποφασίσαμε να ακολουθήσουμε την χθεσινή τακτική. Όταν ο ουρανός άνοιγε δίνοντάς μας μεγαλύτερη ορατότητα των πενήντα μέτρων συνεχίζαμε. Στα σημεία που δεν βλέπαμε στα δύο μέτρα σταματάγαμε. Μετά από αρκετή ώρα φτάσαμε στον χαρακτηριστικό σιδερένιο σταυρό που βρίσκεται κάτω από την βορινή κορυφογραμμή του Μουγγίλα. Ήμασταν πάνω από την βασική χάραξη του μονοπατιού και στη συνέχεια κατηφορίσαμε λίγο για να βγούμε πιο κοντά στο μονοπάτι. Το τελευταίο μέρος της διαδρομής το κάναμε πάνω σε ένα λούκι με χαρακτηριστικά βράχια. Φτάνοντας πιο ψηλά βλέπαμε αχνά μια βράχινη σκιά που δεν ήταν άλλη από την κορυφογραμμή του Μουγγίλα. Ήμασταν στα δεξιά του και έπρεπε να τραβερσάρουμε μέχρι το κεντρικό διάσελο του βουνού, αυτό που χωρίζει τον Μουγγίλα από τον Ωλονό.

Η ομίχλη είχε γίνει ακόμη πιο πυκνή και μάταια περιμέναμε να διαλυθεί. Αποφασίσαμε να κάτσουμε κρυμμένοι πίσω από κάτι βράχια για να γλυτώσουμε τον κρύο αέρα. Μετά από είκοσι λεπτά τα πράγματα δεν έδειχναν να αλλάζουν και η ώρα του γυρισμού πλησίαζε. Ήμουν λυπημένος που τελικά δεν θα βλέπαμε τις δύο βασικές κορυφές. Ούτε για ένα λεπτό δεν ανοίξανε οι ουρανοί και τις λιγοστές φορές που η ομίχλη διαλυόταν μπορούσαμε να βλέπουμε μόνο χαμηλότερα προς το δάσος. Η θέλησή μας για να φτάσουμε στο διάσελο μας ώθησε σε μια τελευταία προσπάθεια και ξεκινήσαμε να τραβερσάρουμε προς το άγνωστο. Σύντομα η πορεία μας διακόπηκε καθώς βρεθήκαμε σε ένα απότομο σημείο με ένα στενό λούκι. Περιμέναμε ότι από εδώ και πέρα το βουνό θα είχε πιο ήπια κλίση αλλά αυτό που βλέπαμε μας έκανε να σκεφτούμε την ασφάλειά μας. Είχαμε ξεπεράσει τα όρια και έπρεπε να γυρίσουμε πίσω. Δεν είχαμε καμιά ελπίδα για να βρεθούμε πιο ψηλά.

Ο δρόμος για τον γυρισμό έγινε πιστά πάνω στα βήματα μας μέχρι ένα σημείο που θελήσαμε να κόψουμε δρόμο. Σε αυτό το κομμάτι πέσαμε και στην πιο πυκνή ομίχλη. Χωρίς βήματα και χωρίς καμιά αίσθηση για το που πάμε αφήσαμε τα λεπτά να κυλίσουν χωρίς να μιλάμε περιμένοντας να δούμε κάποιο σημάδι. Τελικά ένας βράχος φάνηκε κάπου στο βάθος και καταλάβαμε ότι θα μπορούσαμε να πάμε με ασφάλεια μέχρι εκεί. Έπειτα ξαναβρήκαμε τα βήματά μας και τα ακολουθήσαμε μέχρι την στάνη.

Η ώρα είχε περάσει και ο καιρός έδειχνε να αλλάζει λιγάκι. Οι κορυφές δεν φανερώθηκαν ποτέ αλλά πλέον τα σύννεφα είχαν ανέβει κοντά στα 1800μ και μπορούσαμε να δούμε ότι υπήρχε κάτω από αυτό το ύψος. Κοιτάζοντας πίσω είδαμε τα βήματά μας στο χιόνι να χάνονται μέχρι τις πλαγιές του Μουγγίλα. Εκεί προσέξαμε και ένα επικίνδυνο σημείο στο οποίο ή από τύχη η από ένστικτο προχωρήσαμε σωστά. Σε περίπτωση που ακολουθούσαμε την πλαγιά προς τα δεξιά θα βρισκόμασταν πάνω από μεγάλα και απότομα βράχια σε μεγάλη κλίση. Ευτυχώς όμως δεν το κάναμε αλλά φύγαμε προς τα αριστερά σε ένα λούκι. Έπρεπε να το δούμε για να καταλάβουμε πόσο επικίνδυνη είναι η πεζοπορία στα βουνά με πυκνή ομίχλη.

Τέλος καλό όλα καλά και μια ακόμη βουνίσια μέρα πλησίαζε στο τέλος της. Το χιόνι που το πρωί ήταν σκληρό είχε αρχίσει να μαλακώνει και με δυσκολία φτάσαμε στο δάσος. Στο τέλος πηγαίναμε γρήγορα και χωρίς να κάνουμε καμιά στάση φτάσαμε στο χωριό. Ήμασταν κουρασμένοι αλλά ταυτόχρονα χαρούμενοι. Μπορεί να μην είχαμε δει ένα μεγάλο μέρος του βουνού αλλά η πορεία είχε γίνει με ασφάλεια και η ομάδα λειτούργησε άψογα χωρίς το παραμικρό πρόβλημα.

Ο Ερύμανθος μας άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις αλλά θα έπρεπε να ξαναπάμε για να αγγίξουμε μια από τις κορυφές του. Η πορεία διήρκεσε περίπου οχτώ ώρες με τις στάσεις. Η διαδρομή που ξεκινάει από τον οικισμό Μίχα είναι μεγάλη σε διάρκεια και στο αλπικό κομμάτι υπάρχουν αρκετά επικίνδυνα σημεία. Γι’ αυτό οφείλεται η μορφολογία του βουνού η οποία αναγκάζει τον ορειβάτη να κινείται τραβερσάροντας δεξιά από μια κορυφογραμμή που αγγίζει τα 1800μ. σε μια διαδρομή που είναι εκτεθειμένη στις χιονοστιβάδες. Οι χιονοστιβάδες δεν είναι σπάνιο φαινόμενο. Εάν γνωρίζουμε ότι το χιόνι ξεπερνάει το ενάμιση με δύο μέτρα θα πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί.

Σε περίπτωση που δεν είμαστε καλοί γνώστες της χειμερινής πεζοπορίας καλό θα είναι να κάνουμε μια αναγνωριστική επίσκεψη το καλοκαίρι.

κείμενο – φωτογραφίες: Πάνος Μπαμπαλούκας
επιμέλεια: Λάζαρος Τριανταφυλλίδης

Σχετικά άρθρα

Λούκι Δίρφης

mountainsGreece

Με ποδήλατο από το Μαρμάρι στη Δίρφυ

mountainsGreece

Δυο μέρες στην Γκιώνα

mountainsGreece