Αναχωρήσαμε την Παρασκευή το βράδυ με σκοπό να κατασκηνώσουμε στο χωριό Συκιά, το οποίο βρίσκεται κάτω από την μεγάλη ορθοπλαγιά της Γκιώνας. Όσες φορές και αν βρεθεί ένας ορειβάτης εδώ, η θέα των βράχων πάντα θα τον εντυπωσιάζει. Η υψομετρική διαφορά του φυσικού τοίχου αγγίζει τα 1.100μ. και είναι η μεγαλύτερη των Βαλκανίων.
Σκοπός της επίσκεψής μας ήταν να περπατήσουμε στο μονοπάτι του Καραγιάννη. Το μονοπάτι αυτό έχει ένα κύριο χαρακτηριστικό: Για να το ακολουθήσει κανείς θα πρέπει να έχει στοιχειώδεις γνώσεις αναρρίχησης, αφού τα βράχινα περάσματα δεν αποφεύγονται. Αντικρίζοντας το βουνό από κάτω δύσκολα πιστεύει κάποιος ότι μπορεί να περπατήσει ανάμεσα στους δαιδαλώδεις διαδρόμους των βράχων. Ένας άνθρωπος όμως είχε άλλη γνώμη: Το 1980 ο Καραγιάννης εξερεύνησε την πλαγιά της Συκιάς κάνοντας την σπουδαία αυτή χάραξη.
Φτάνοντας στο χωριό κατασκηνώσαμε στο γήπεδο του μπάσκετ, δίπλα στο ορειβατικό μονοπάτι. Την πρώτη μέρα θέλαμε να κάνουμε την δύσκολη διαδρομή και την δεύτερη μια πιο εύκολη. Κοιμηθήκαμε με την σκέψη της αυριανής ανάβασης.
Το πρωί δεν προλάβαμε να ακούσουμε το ξυπνητήρι και μας σήκωσε η δυνατή βροχή. Οι ουρανοί ανοίξανε στις εξήμιση ηώρα και για δύο ώρες. Η σημερινή μέρα είχε χαθεί. Τα πάντα είχαν μουσκέψει και η ομίχλη δεν μας άφηνε ελπίδες για κάτι καλύτερο.
Έτσι αποφασίσαμε να κάνουμε μια εναλλακτική διαδρομή, αφήνοντας την δύσκολη πορεία για την επόμενη μέρα. Ξεκινήσαμε ακολουθώντας το πολυσύχναστο μονοπάτι στο Λαζόρεμα με σκοπό να ανέβουμε στην κορυφή Πύργος, που βρίσκεται βορειότερα της Πυραμίδας και σε σχετικά κοντινή απόσταση σε αυτή. Οι περισσότεροι ορειβάτες προτιμούν την ανάβαση στην ψηλότερη κορυφή (Πυραμίδα), έτσι ο Πύργος σπάνια δέχεται επισκέψεις.
Ανηφορίζοντας μυρίζαμε το βρεγμένο χώμα. Επιτέλους είχε φτάσει το τέλος της ανομβρίας και το φθινόπωρο έκανε αισθητή την παρουσία του. Λίγο πριν βγούμε στο χαρακτηριστικό σημείο με τις στάνες, συναντήσαμε μερικά άλογα. Πριν λίγες μέρες είχαμε μάθει ότι στο βουνό είχαν πεθάνει έξι από το κοπάδι. Οι φήμες λέγανε ότι είχαν περάσει λύκοι από την περιοχή και τα είχαν σκοτώσει. Όμως δεν τα είχαν φάει, πράγμα που μας έκανε να μην πιστεύουμε αυτή την εξήγηση. Σε περίπτωση, που οι λύκοι κατάφερναν να σκοτώσουν ένα από αυτά σίγουρα θα το έτρωγαν ολόκληρο.
Η συνάντηση με έναν βοσκό μας έδωσε άλλη μια πιθανή εξήγηση. Μας είπε ότι δεν είχαν προβλήματα με λύκους στην περιοχή και ότι τα είχε σκοτώσει ένας κεραυνός. Μάλιστα υποστήριξε ότι είχε ακούσει τον δυνατό θόρυβο και λίγη ώρα μετά τα είδε νεκρά. Μετά από αυτό το γεγονός ορισμένα άλογα βρέθηκαν χαμηλότερα, αφού τα πήρε ένας ξενοδόχος σε χαμηλότερο υψόμετρο, ενώ ο βοσκός είπε ότι αρκετά τα έκλεψαν οι τσιγγάνοι.
Αυτή την ιστορία για τους τσιγγάνους την έχουμε ακούσει αρκετές φορές και δύσκολα την πιστεύουμε. Τι πραγματικά συνέβη στο κοπάδι μόνο τα ίδια τα άλογα το ξέρουν. Μετά από αυτή την περιπέτεια έμειναν τέσσερα άλογα.
Το περιστατικό αυτό μου θύμισε μια παλαιότερη ανάβαση στην Βαθειά Λάκκα κοντά στα 2.000μ.. Φτάνοντας πάνω τα άλογα έτρεχαν σαν τρελά στα αλπικά λιβάδια απολαμβάνοντας την ελευθερία. Οι αναρριχητές που κατασκηνώνανε εκεί μας είπαν ότι δεν τους αφήνανε σε ησυχία. Τα πιο τολμηρά έρχονταν κοντά μας για να τους δώσουμε τροφή. Αν και δεν έπρεπε να το κάνουμε τους δώσαμε μερικά γλυκά. Στην τωρινή επίσκεψη δεν έφυγαν μακριά μας, αλλά όταν τα πλησιάσαμε μαζεύτηκαν όλα μαζί και μας κοίταγαν από απόσταση κάπως θλιμμένα.
Η μεγαλύτερη σφαγή αλόγων που έχει γίνει στην Ελλάδα έγινε στα βουνά της Κυλλήνης (Ζήρεια), όπου ένας κυνηγός σκότωσε εννιά άλογα. Ο δολοφόνος δεν βρέθηκε ποτέ.
Έπειτα τα αποχαιρετήσαμε και συνεχίσαμε την ανάβαση προς τον Πύργο. Περνώντας από τις στάνες ακολουθήσαμε για λίγο το ρέμα, και αμέσως στρίψαμε αριστερά στον αυχένα που αντικρίσαμε. Από εδώ και πέρα δεν υπήρχαν ορειβατικά σημάδια. Η ανάβαση, αν και απότομη, ήταν σαφέστατη. Παραμείναμε στην κορυφή του αυχένα μέχρι που φτάσαμε στο διάσελο στην τοποθεσία Ίσωμα. Αριστερά μας είχαμε τον Πύργο και δεξιά την κορυφή Μπότσικας. Κοιτάζοντας τον Πύργο από κάτω, αποφασίσαμε να ανέβουμε από την δική μας διαδρομή. Χαράξαμε με το μάτι μια πορεία που πιθανότατα θα έβγαινε στο σωστό σημείο και ξεκινήσαμε. Η κορυφογραμμή αποτελούνταν από απόκρημνα βράχια ενώ διακρίνονταν και ελάχιστα έλατα.
Φτάνοντας στα βράχια, ακολουθήσαμε ένα λούκι στο οποίο χρειάστηκε να κάνουμε αναρρίχηση για λίγα μέτρα. Στο τέλος του, βγήκαμε σε ένα μικρό άνοιγμα από το οποίο θα μπορούσαμε να κατέβουμε, για να μπούμε σε ένα πιο μεγάλο λούκι. Τελικά αποφασίσαμε να κινηθούμε αριστερά κάνοντας αναρρίχηση. Έτσι βρεθήκαμε σε μια εκτεθειμένη τραβέρσα, την οποία θα έπρεπε να διασχίσουμε πάνω από τα βρεγμένα βράχια. Συνεχίσαμε με προσοχή και πλέον ήμασταν στο τελευταίο κομμάτι πριν την κορυφή. Για να φτάσουμε πάνω κάναμε σκράμπλινγκ σε ένα εύκολο πεδίο (βράχινα περάσματα) μέχρι που συναντήσαμε το τσιμεντένιο κολωνάκι της κορυφής.
Ο καιρός είχε ανοίξει για τα καλά και η θέα ήτανε πολύ όμορφη. Εκτός από τα γειτονικά βουνά μπορούσαμε να δούμε την θάλασσα στον Μαλιακό κόλπο, όπως και ένα μέρος της τεχνητής λίμνης του Μόρνου. Αφού πήραμε τις απαραίτητες ανάσες ξεκινήσαμε την κατάβαση.
Αυτή την φορά θέλαμε να ακολουθήσουμε μια ευκολότερη διαδρομή. Κατηφορίσαμε ακολουθώντας βορειοανατολικό προσανατολισμό και φτάσαμε σε ένα μεγάλο λούκι. Από πάνω φαινόταν αρκετά βατό και το μόνο που έπρεπε να προσέξουμε ήτανε η σάρα μέσα σε αυτό. Τελικά δικαιωθήκαμε, αφού πολύ σύντομα φτάσαμε στο αλπικό λιβάδι. Το λούκι αποτελούσε και την καλύτερη εκδοχή για μια ανάβαση στην κορυφή. Με χιόνια βέβαια θα χρειαζότανε περισσότερη προσοχή.
Έπειτα κατηφορίσαμε από το ίδιο μονοπάτι. Ο καιρός ήταν σύμμαχος και ευχόμασταν να παραμείνει καλός μέχρι και αύριο.
Δεύτερη μέρα
Μονοπάτι Καραγιάννη
Την Κυριακή το ξυπνητήρι ήχησε στις εξήμιση το πρωί. Βγήκαμε από την σκηνή με την ελπίδα ότι θα βλέπαμε έναν καθαρό ουρανό. Ωστόσο ο καιρός είχε άλλη γνώμη. Όπως εχθές, έτσι και σήμερα ακριβώς την ίδια ώρα, η βροχή έκανε την εμφάνισή της. Όμως, ανάμεσα από τα σύννεφα βλέπαμε τα αστέρια και ήμασταν διστακτικοί για το αν θα έπρεπε να υποχωρήσουμε η όχι. Η θέληση για ανάβαση είχε αρχίσει να εξανεμίζεται.
Γνωρίζαμε ότι η διαδρομή είχε αρκετά αναρριχητικά περάσματα και τα βρεγμένα βράχια δεν θα ήταν ότι καλύτερο. Έτσι, αποφασίσαμε να φάμε το πρωινό μας, περιμένοντας να ξημερώσει για να δούμε την εξέλιξη της βροχής.
Όσο περνούσε η ώρα τα πράγματα έμοιαζαν να φτιάχνουνε. Η βροχή είχε σταματήσει και ο ουρανός καθάριζε. Μόνο τα Βαρδούσια ήταν σκεπασμένα με μαύρα σύννεφα. Πλέον είχαμε δύο επιλογές. Είτε να πάμε σε ένα κοντινό βουνό για χαλαρή πεζοπορία, ή να ανέβουμε στο μονοπάτι του Καραγιάννη με οποιοδήποτε ρίσκο. Και οι δύο αποφασίσαμε να μην εγκαταλείψουμε.
Ετοιμάσαμε τα πράγματά μας στα γρήγορα και σύντομα βρεθήκαμε στο μονοπάτι του Λαζορέματος. Η πλάκα της Συκιάς έμοιαζε να μας καλεί κοντά της. Βέβαια κοντά της ήταν και αρκετά σύννεφα, τα οποία έκρυβαν την κορυφογραμμή. Όσο ανηφορίζαμε ο καιρός έφτιαχνε. Τα βράχια στους πρόποδες του βουνού είχαν αρχίσει να στεγνώνουν και πιστεύαμε ότι το ίδιο θα συνέβαινε και πιο ψηλά.
Μετά από μισή περίπου ώρα είχαμε φτάσει στο σημείο αφετηρίας του μονοπατιού. Ο ορειβατικός κούκος και το μνήμα που βρίσκονταν πάνω στο μονοπάτι μας ειδοποιούσαν ότι υπάρχει και άλλη μία διαδρομή. Η διαδρομή του Καραγιάννη.
Βάλαμε τα κράνη μας και με περίσσια χαρά αρχίσαμε να ανεβαίνουμε κόντρα στην απότομη κλίση του εδάφους. Ψηλότερα συναντήσαμε το πρώτο βράχινο πέρασμα. Ήταν ένας βράχος με ύψος τρία μέτρα και χαμηλή δυσκολία. Αυτό όμως που μας έκανε να ανησυχούμε ήτανε η κατάστασή του. Η υγρασία πάνω του ήταν κακό σημάδι. Τον ανεβήκαμε με προσοχή και συνεχίσαμε. Το επόμενο κομμάτι ήταν ακόμη πιο δύσκολο. Έπρεπε να τραβερσάρουμε την πλαγιά σε υγρά βράχια έχοντας από κάτω έναν γκρεμό. Αφού ψάξαμε μήπως γινόταν να ανέβουμε από αλλού, βρεθήκαμε ξανά στο ίδιο σημείο.
Εκεί ο σχοινοσύντροφος μου με ρώτησε εάν ήθελα να γυρίσουμε πίσω ή να συνεχίσουμε. Η απάντηση ήταν άμεση. «Προχωράμε μπροστά». Αργότερα μου είπε ότι δεν φοβόταν αυτό το πέρασμα αλλά την συνέχεια της διαδρομής μια που κανείς από τους δυο μας δεν την είχε ξανακάνει.
Για να περάσουμε απέναντι, φτιάξαμε ένα ρελέ και δεθήκαμε με το τριαντάμετρο σχοινί. Αριστερά μας υπήρχαν δύο βράχοι που χρησιμοποιήσαμε για ασφάλεια. Πρώτος πέρασε ο φίλος μου. Φτάνοντας επάνω έκανε άλλο ένα ρελέ και ξεκίνησα και εγώ. Στη μέση του περάσματος ήτανε το δυσκολότερο κομμάτι. Δεν υπήρχε καλό πάτημα ούτε και χέρι για να πιαστείς. Η αίσθηση ότι ανά πάσα στιγμή θα μπορούσα να γλιστρήσω ήταν πέρα για πέρα αληθινή. Δεν θα ήθελα για κανέναν λόγο να έκανα κάτι τέτοιο χωρίς υποτυπώδη ασφάλεια. Η ύπαρξη του σχοινιού μας ανέβαζε την αυτοπεποίθηση.
Έπειτα ήτανε η σειρά μου να ανέβω και να κάνω ασφάλεια. Περπάτησα με προσοχή και έφτασα πάνω από έναν βράχο. Δεν υπήρχε μέρος για ρελέ και έτσι αναγκάστηκα να περάσω το σχοινί από την μέση μου και να καθίσω με τα πόδια κόντρα σε έναν βράχο. Αφού βρεθήκαμε και οι δύο πάνω, αποφάσισα να συνεχίσω εγώ στο επόμενο δύσκολο κομμάτι. Μπροστά μας είχαμε έναν βράχο με ύψος περίπου τέσσερα μέτρα. Αφού ασφαλίστηκα, ξεκίνησα την ανάβαση. Δεν υπήρχαν πολλά σημεία για να βάλω τα πόδια μου και έτσι ανέβηκα κάνοντας τριβές στον βράχο, ενώ τα χέρια έψαχναν τα καλύτερα πιασίματα. Τριάντα μέτρα πιο πάνω έφτιαξα το τελευταίο ρελέ.
Η διαδρομή από εδώ και πέρα έμοιαζε να στρώνει. Αφού ανέβηκε ο σχοινοσύντροφος, λυθήκαμε από το σχοινί και ορμίσαμε στην απότομη ανηφόρα. Κινούμασταν ανάμεσα σε πανύψηλα έλατα βλέποντας δεξιά μας την ορθοπλαγιά της Συκιάς. Φτάσαμε σε ένα σημείο όπου τα κόκκινα σημάδια της διαδρομής μας συνέχιζαν κόντρα στην πλαγιά, ενώ υπήρχαν και μπλε σημάδια που πήγαιναν προς τα βράχια δεξιά. Εμείς ακολουθήσαμε τα κόκκινα.
Στη συνέχεια της διαδρομής το μονοπάτι έφτανε αρκετά κοντά στα βράχια. Εδώ θα ξεκινούσε η μεγαλύτερη τραβέρσα της διαδρομής. Τα σήματα συνέχιζαν προς τα αριστερά. Τα ακολουθήσαμε περνώντας ανάμεσα από βράχια και δέντρα. Η χάραξη του μονοπατιού ήταν υπέροχη και μας έκανε να αναρωτιόμαστε πως μπόρεσε αυτός ο άνθρωπος να την φέρει εις πέρας.
Νομίζαμε ότι από εδώ και μπρος τα πράγματα θα ήταν εύκολα. Σύντομα διαψευστήκαμε, αφού είχαμε αρχίσει να πλησιάζουμε τα βράχια χωρίς να φαίνεται κάποιο εύκολο πέρασμα. Διασχίσαμε ένα λούκι και στρίψαμε δεξιά ανηφορίζοντας για άλλη μια φορά κόντρα στην πλαγιά. Από πάνω μας βλέπαμε μόνο βράχια, ενώ τα δέντρα είχαν αραιώσει αισθητά.
Βρισκόμασταν ήδη στο επόμενο αναρριχητικό πέρασμα. Πρώτα κινηθήκαμε προς τα πάνω και μετά δεξιά ακολουθώντας τα κόκκινα σημάδια. Αυτό το σημείο χρειάζονταν πολύ προσοχή. Δεν υπήρχε υψηλός βαθμός δυσκολίας στην αναρρίχηση, αλλά δεν υπήρχε και περιθώριο πτώσης, αφού το ύψος ήταν αρκετά μεγάλο. Είχαμε βρει το ρυθμό μας και πλέον δεν κάναμε πρόχειρα ρελέ. Σε κάθε πέρασμα το μυαλό μας ήταν συγκεντρωμένο στα πατήματα. Ελέγχαμε όλες τις μικρές πέτρες για την σταθερότητά τους. Το μόνο που μας ανησυχούσε ήταν η υγρασία πάνω σε αυτές.
Μετά από αυτό το πέρασμα χαιρετίσαμε το δάσος. Από εδώ και πάνω υπήρχαν μόνο βράχια και ελάχιστα μικρά δέντρα, που πάλευαν να επιβιώσουν στις σχισμές ανάμεσα τους. Το μέρος ήταν απόκοσμο, αλλά ακόμη και εδώ υπήρχε ζωή. Δυο αετοί επιθεωρούσαν την περιοχή τους, ενώ στο βάθος τα αγριόγιδα έτρεχαν με άνεση πάνω στους βράχους φεύγοντας μακριά μας.
Η διαδρομή συνέχιζε μέσα από διαδοχικά λούκια. Στο μεγαλύτερο μέρος της περπατάγαμε πάνω σε σάρες, ενώ σε πολλά σημεία κάναμε αναρρίχηση. Οι βράχινοι τοίχοι μπροστά μας, μας έκαναν να νομίζουμε ότι σύντομα θα φτάναμε στην κορυφή. Όμως κάθε φορά που περνούσαμε ένα εμπόδιο, ορθώνονταν μπροστά μας το επόμενο.
Πάνω σε ένα βράχο είδαμε με κόκκινη μπογιά το υψόμετρο που βρισκόμασταν: 2.200μ. Είχαμε ακόμη 308 μέτρα υψομετρικής διαφοράς να καλύψουμε, ενώ έπρεπε να αντιμετωπίσουμε μια νέα δοκιμασία: Ο καιρός έκλεινε επικίνδυνα και τα Βαρδούσια απέναντι είχανε γεμίσει με μαύρα σύννεφα. Η πρόγνωση που είχαμε δει μιλούσε για ασθενή βροχή. Αυτό που βλέπαμε όμως έμοιαζε με κάτι περισσότερο.
Η έλλειψη στάσεων στη διάρκεια της ανάβασης και η υψομετρική διαφορά των 1.700μ. είχαν αρχίσει να φαίνονται στο σώμα. Μέχρι στιγμής είχαμε σταματήσει μόνο μια φορά για λίγα λεπτά. Όλο το υπόλοιπο κομμάτι είχαμε σκοπό να το βγάλουμε χωρίς ξεκούραση. Τα πόδια δεν πατούσαν σταθερά, ενώ η ψυχολογία μου είχε δεχθεί πλήγμα. Σε κάπως καλύτερη θέση βρίσκονταν η παρέα μου, αφού παραπονιότανε μόνο για το κάψιμο στις γάμπες.
Στην υπόλοιπη διαδρομή άφησα την ψυχική μου δύναμη να κυριαρχήσει στο σώμα και συνέχισα σταθερά κάνοντας πέρα την κούραση. Μετά από μια μεγάλη στροφή σε έναν βράχο δεν βλέπαμε από πάνω μας άλλο εμπόδιο. Αριστερά φαινόταν η Πυραμίδα, ενώ δεξιά διακρινόταν το τελευταίο μέρος της διαδρομής. Μέχρι και λίγο πριν το τέλος κάναμε αναρρίχηση σε εύκολο πεδίο. Έπειτα η κλίση άρχισε να μαλακώνει.
Είχαμε βγει στην κορυφογραμμή. Δεν το πίστευα ότι είχαμε τελειώσει την διαδρομή χωρίς προβλήματα, η χαρά μου ήταν απερίγραπτη και ένιωθα κοντά στο βουνό όσο ποτέ άλλοτε. Αριστερά μας προλάβαμε να δούμε την κορυφή μόνο για ένα λεπτό. Αμέσως ήρθανε τα σύννεφα και έκρυψαν τα πάντα. Κοιταχτήκαμε με τον φίλο μου και σκεφτήκαμε το ίδιο πράγμα. Τα σύννεφα και το βουνό ήταν με το μέρος μας.
Κατευθυνθήκαμε προς την κορυφή για να βγάλουμε μια φωτογραφία, αλλά πριν καν φτάσουμε είχε αρχίσει να βρέχει. Εξαιτίας της βροχής, δεν μπορέσαμε να ξεκουραστούμε πολύ και αμέσως ξεκινήσαμε την κατάβαση προς την Βαθειά Λάκκα. Την επόμενη μιάμιση ώρα έβρεχε ασταμάτητα, αλλά δεν μας πτοούσε καθόλου. Ίσα ίσα το απολαμβάναμε και θαυμάζαμε την γύρω περιοχή, ανάμεσα από τα κενά στα σύννεφα.
Μετά την Βαθειά Λάκκα συνεχίσαμε προς τα κάτω με κατεύθυνση το διάσελο και την πηγή, που βρίσκεται πριν από την τοποθεσία Σπανάκι. Έπειτα κινηθήκαμε αριστερά τραβερσάροντας κάτω από την Πυραμίδα. Στο τέλος της τραβέρσας, περάσαμε το λούκι απέναντι και κατηφορίσαμε κάθετα ανάμεσα από τα έλατα. Το δάσος ήτανε γεμάτο με μανιτάρια, ενώ η βροχή είχε σταματήσει δίνοντάς μας το περιθώριο να στεγνώσουμε λιγάκι.
Σε λίγο είδαμε τα πρώτα ορειβατικά σημάδια. Αν και το μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής στο Λαζόρεμα έχει σήμανση, από ένα σημείο και πάνω τα σήματα χάνονται. Καλό είναι να το γνωρίζουμε αυτό, για να μη νομίζουμε ότι έχουμε χαθεί. Σε όλη τη διάρκεια της τραβέρσας κάτω από την Πυραμίδα δεν υπάρχει ούτε ένα σήμα. Μόνο ελάχιστοι ορειβατικοί κούκοι οι οποίοι κάθε χειμώνα χαλάνε.
Λίγο πριν φτάσουμε στην τοποθεσία με τις στάνες ακούσαμε πυροβολισμούς. Το κυνήγι απαγορεύεται στην περιοχή, αλλά ορισμένοι ακολουθούνε τους δικούς τους κανόνες. Και κατά τη διάρκεια της χθεσινής πεζοπορίας ακούσαμε πυροβολισμούς. Μάλιστα κάποιοι ορειβάτες μας είπαν ότι πιθανότατα πέρασαν κοντά από λαθροκυνηγούς, αφού είδαν από μακριά μια φωτιά την ώρα που στο βουνό δεν έκανε κρύο. Πιθανότατα ετοιμαζόντουσαν να μαγειρέψουν κάποιο ζώο.
Το επόμενο μέρος της διαδρομής συνεχίστηκε πάνω στο μονοπάτι του Λαζορέματος. Λίγο πριν βγούμε στο χωριό Συκιά αρχίσαμε να ακούμε μπουμπουνιτά. Ο ήχος ερχόταν από την κορυφογραμμή της Γκιώνας. Κοιτάξαμε πάνω και σκεφτήκαμε πόσο δύσκολο θα ήταν για έναν ορειβάτη να βρεθεί με καταιγίδα μέσα στο μονοπάτι του Καραγιάννη. Εκεί ψηλά δεν υπάρχει ούτε ένα σημείο για να καλυφθεί κανείς, αφού τα δέντρα και οι βράχοι είναι καλοί αγωγοί για τους κεραυνούς.
Μετά από 8 ώρες και σαράντα λεπτά ήμασταν πίσω. Το σώμα μας ήταν εμφανώς καταπονημένο, αλλά η διάθεσή μας ανεβασμένη. Ένα ακόμη ορειβατικό διήμερο έφτανε στο τέλος του. Αυτό που δεν περιμέναμε ήτανε η καταιγίδα. Ήρθε την ώρα που έπρεπε και μας κράτησε συντροφιά μέχρι την Αττική.
Συμβουλές για την διαδρομή
- Δεν προτείνεται για αρχάριους ορειβάτες.
- Με βροχή καλό είναι να αποφεύγεται το συγκεκριμένο μονοπάτι.
- Όσο καλοί ορειβάτες και αν είμαστε, καλό είναι να έχουμε μαζί μας ένα σχοινί και ιμάντες με καραμπίνερ σε περίπτωση που χρειαστούν.
- Δεν αξίζει τον κόπο να ρισκάρουμε στα δύο απότομα περάσματα, αφού έτσι και γλιστρήσει κάποιος οι πιθανότητες να σταματήσει πριν από τον γκρεμό είναι ελάχιστες.
- Καλύτερη εποχή για χειμερινή ανάβαση είναι το τέλος Φεβρουαρίου και ο Μάρτιος, όταν τα χιόνια έχουν καθίσει μέσα στη διαδρομή.
- Η διαδρομή είναι πολύ καλά σημαδεμένη (κόκκινο σπρέι), όμως τον χειμώνα τα περισσότερα σήματα θάβονται από το χιόνι. Δεν υπάρχουν σήματα στα δέντρα, αλλά πάνω στους βράχους.
- Καλό είναι να αποφεύγεται η ανάβαση με τα πρώτα χιόνια του χειμώνα.
- Η αρχή του μονοπατιού του Καραγιάννη προτείνεται για κατασκήνωση. Αρκετά κοντά υπάρχει μία βρύση. Για να την βρούμε πρέπει να περπατήσουμε πάνω στο μονοπάτι του Λαζορέματος για πενήντα μέτρα, με κατεύθυνση προς το βουνό. Δεν γνωρίζουμε όμως εάν τον χειμώνα το νερό παγώνει.
- Στο μονοπάτι εκτός από εμάς υπάρχουν και αρκετά αγριόγιδα, τα οποία κινούνται στα πιο απίθανα μέρη με αποτέλεσμα να ρίχνουν πέτρες. Το κράνος είναι μια καλή λύση.
- Τα δυσκολότερα περάσματα της διαδρομής βρίσκονται στην αρχή και πριν το τέλος του μονοπατιού. Τα πρώτα δύο είναι και τα πιο εκτεθειμένα.
σημείωση: Μας ενημέρωσαν ότι στο πρώτο δύσκολο πέρασμα τοποθετήθηκε συρματόσχοινο, κάνοντας το πέρασμα λιγότερο επικίνδυνο.
Οι παραπάνω συμβουλές είναι υποκειμενικές. Σε ορισμένους το μονοπάτι μπορεί να φανεί εύκολο, ενώ σε άλλους πολύ δύσκολο.
κείμενο – φωτογραφίες: Πάνος Μπαμπαλούκας