Στις 21 Μαρτίου έγινε ένας ακόμη αγώνας brevet. Αυτή τη φορά η απόσταση ήταν αρκετά πιο μεγάλη από τα προηγούμενα brevet καθώς άγγιζε τα 445 χλμ. Η εκκίνηση θα δινόταν στην Ελευσίνα και θα περνούσαμε από το Ρίο, τη Ναύπακτο, τους Δελφούς, την Αράχωβα, τη Λιβαδειά, την Θήβα και θα τερματίζαμε ξανά στην Ελευσίνα. Αν και είχαν δηλώσει συμμετοχή πάνω από 180 αθλητές τελικά στην αφετηρία βρεθήκαμε 143 ποδηλάτες έτοιμοι να ζήσουμε τις χαρές μιας μεγάλης “βόλτας”. Ο βασικός στόχος της παρέας ήταν να τερματίσουμε όλοι μαζί ανεξαρτήτως του χρόνου.
Φτάνοντας στην Ελευσίνα ετοιμάσαμε τα ποδήλατά μας και κατευθυνθήκαμε προς το control για να σφραγίσουμε τις κάρτες μας και να ελέγξουν οι κριτές ότι θα τηρούσαμε όλα τα απαραίτητα μέτρα για οδήγηση τη νύχτα. Στις εξήμισι το απόγευμα δόθηκε το ελεύθερο και ξεκινήσαμε όλοι μαζί περνώντας από το κέντρο της Ελευσίνας. Το φως είχε αρχίσει να χάνεται αλλά προλάβαμε να κάνουμε το πρώτα χιλιόμετρα με το σούρουπο μέχρι που μας βρήκε το σκοτάδι στην παλιά εθνική οδό προς την Κόρινθο.
Πλασαριστήκαμε στο πρώτο γκρουπ των ποδηλατών για να έχουμε κάλυψη από τον αέρα αλλά και για να έχουμε παρέα στη διαδρομή. Αυτό που δεν γνωρίζαμε ήταν ότι θα κινούμασταν με τόσο γρήγορο ρυθμό. Πηγαίναμε σταθερά με 30 χλμ την ώρα ίσως και παραπάνω. Για στάση ούτε λόγος. Παρόλα αυτά δεν είχαμε κάποιο πρόβλημα και ακολουθούσαμε σταθερά αυτό το πολύχρωμο τρενάκι με το κόκκινα φώτα των προπορευόμενων να μας θαμπώνουν τα μάτια. Μόνο στο πρώτο check point έγινε μια αναγκαστική στάση για να σφραγίσουμε τις κάρτες μας.
Είχαμε φτάσει στο χωριό Λέχαιο όπου μπορέσαμε να αγοράσουμε νερό και να φάμε κάτι. Προτού όμως προλάβουμε να χαλαρώσουμε οι πρωτοπόροι ξεχύθηκαν γρήγορα στο δρόμο. Με τη μπουκιά στο στόμα καβαλήσαμε τα ποδήλατά μας για να τους προλάβουμε. Δυστυχώς όμως το βγάλσιμο μιας αλυσίδας μας καθυστέρησε και μείναμε πίσω. Τα δύο λεπτά της καθυστέρησης ήταν αρκετά για να βρεθούμε πολύ μακριά από τους πρώτους αθλητές. Έτσι ξεκινήσαμε να πηγαίνουμε αρκετά γρήγορα για να τους προλάβουμε. Ευτυχώς σε λίγα χιλιόμετρα ήμασταν πάλι στο μεγάλο γκρουπ. Είχαμε μαζευτεί περίπου τριάντα ποδηλάτες και όλα έδειχναν ότι σε αυτό το γκρουπ βρίσκονταν οι πιο δυνατοί αθλητές. Εμείς βέβαια δεν ανήκαμε σε αυτή την κατηγορία και κατά διαστήματα ψιθυρίζαμε ο ένας στον άλλο αν η επιλογή που κάναμε να τους ακολουθήσουμε ήταν σωστή.
Γνωρίζαμε ότι θα έπρεπε να κρατήσουμε δυνάμεις για την ολονύκτια οδήγηση αλλά και για τις δύο μεγάλες ανηφόρες, αυτή του Παρνασσού μέχρι την Αράχοβα αλλά και στο τέλος από τη Θήβα προς την Ελευσίνα.
Όσο όμως περνούσε η ώρα τόσο βλέπαμε ότι μπορούσαμε να σταθούμε μαζί τους ενώ και ο γρήγορος ρυθμός μας άρεσε κάπως. Το αστείο της υπόθεσης ήταν ότι δεν βλέπαμε κανέναν να τρώει και εξακολουθούσαν να μην θέλουν στάση. Τελικά κάπου πριν το Αίγιο ένας ποδηλάτης ήρθε από το τέλος της ουράς και άρχισε να ρωτάει τον κόσμο αν ψήνεται κανείς να κατουρήσει. Αν και δεν θέλανε οι περισσότεροι τελικά έγινε μια μικρή στάση για την ανάγκη μας. Βέβαια αυτό έγινε αγκαλιά με τα ποδήλατα μας αφού οι περισσότεροι δεν τα ξεκαβάλησαν. Η συνέχεια γνωστή. Τρέχαμε ξανά να προλάβουμε τους πρώτους.
Πλησιάζαμε τις πέντε ώρες ποδηλασίας και είχα αρχίσει να έχω τα πρώτα προβλήματα. Η λαγοκνημιαία ταινία είχε αρχίσει να με καίει ενώ και το ένα μου μάτι είχε θολώσει. Αργότερα που το ελέγξαμε φάνηκε ότι είχε σπάσει ένα αγγείο και είχε κοκκινίσει. Οπότε γύρω από τα φώτα έβλεπα ένα στεφάνι ενώ αν έκλεινα το καλό μάτι τα έβλεπα θολά.
Ενδιαφέρον είχε η συνοχή του γκρουπ και η καλή οδήγηση από τους περισσότερους. Αν και ήταν νύχτα δεν είχαμε κανένα φόβο για τις μικρές αποστάσεις που κρατούσαμε το ένα ποδήλατο από το άλλο. Τελικά μέχρι το Ρίο μόνο δυο άτομα πέσανε. Ο ένας γλίστρησε πάνω στις γραμμές του τρένου και ο δεύτερος επειδή του βγήκε η αλυσίδα.
Μετά το Αίγιο φάνηκε η γέφυρα που θα μας έβγαζε στη Στερεά Ελλάδα. Ανακουφιστήκαμε λιγάκι και νιώθαμε ότι ένα μεγάλο μέρος της διαδρομής είχε βγει. Ως εκεί δεν είχε συμβεί κάτι κακό ενώ τα φορτηγά όπως και οι περισσότεροι οδηγοί που βρεθήκαμε μπροστά τους έκαναν υπομονή και μας προσπερνούσαν στις μεγάλες ευθείες. Η αντιμετώπιση που θα είχαμε από τους οδηγούς τη νύχτα ήταν ένα από τα άγχη μου για τον αγώνα.
Επιτέλους ήμασταν πάνω στη γέφυρα. Το πρώτο κομμάτι ήταν ανηφορικό και έπειτα κατηφόρα μέχρι που βγήκαμε απέναντι. Στο τέλος για να μην περάσουμε από τα διόδια κάναμε και λίγα μέτρα σε χώμα. Όταν ξαναβγήκα στο δρόμο είχαμε μείνει λιγότεροι από δέκα ποδηλάτες. Χωρίς να ξέρω τον λόγο προχώρησα για λίγο μόνος αφήνοντας τους δύο συντρόφους μου πίσω. Οι υπόλοιποι είχαν καθυστερήσει αρκετά στο χωμάτινο κομμάτι. Έτσι βρέθηκα με τρεις άλλους ποδηλάτες ενώ λίγα λεπτά μετά έμεινα μόνος. Φτάνοντας στη Ναύπακτο μας είπαν ότι ήμασταν οι πρώτοι που περάσαμε από το δεύτερο check point. Σε λίγη ώρα ήρθαν και οι άλλοι δύο και καθίσαμε για να ξεκουραστούμε σε ένα fast food.
Ήπιαμε έναν ακόμη καφέ και φάγαμε για να πάρουμε δυνάμεις. Μέχρι εδώ είχαμε κάνει επτά ώρες και αποφασίσαμε να αφήσουμε τους πρωτοπόρους και να συνεχίσουμε μόνοι μας. Αφού έβαλα πάγο στο πόδι κάναμε λίγες διατατικές και βγήκαμε στο δρόμο για την Ιτέα. Εκεί θα κάναμε την δεύτερη στάση. Η ώρα κόντευε τρεις τα μεσάνυχτα και στην παρέα μας έμπαινε το κρύο. Αφήνοντας τη Ναύπακτο πίσω πήραμε μια γεύση για όσα θα ακολουθούσαν. Ο δρόμος από εδώ και πέρα δεν είχε φώτα και το οδόστρωμα ήταν σε κακή κατάσταση. Έτσι ανάψαμε όλοι τα φώτα μας και οδηγούσαμε προσεκτικά με την ευχή να μην πέσουμε σε καμία λακκούβα. Ένα σπάσιμο η στράβωμα ζάντας θα ήταν καταστροφικό.
Μερικά χιλιόμετρα πιο πέρα είδαμε τρεις ποδηλάτες στην άκρη του δρόμου. Ο ένας είχε σπασμένη αλυσίδα και οι άλλοι δύο έμειναν για βοήθεια, αν και δεν είχαν τα απαραίτητα εργαλεία. Μας φώναξαν το πρόβλημα και σταματήσαμε και εμείς. Οι άλλοι τρεις που ήταν μαζί μας συνέχισαν μπροστά. Βγάλαμε τον κόφτη που είχαμε και του δώσαμε έναν συνδετικό κρίκο για να ενώσει ξανά την αλυσίδα. Το όλο σκηνικό γινόταν σε ένα σημείο με απόλυτο σκοτάδι αρκετά χιλιόμετρα μακριά από τη Ναύπακτο. Ο νέος φίλος που λίγο αργότερα θα έμπαινε στην παρέα, μας παραπονέθηκε ότι όταν του έσπασε η αλυσίδα βρισκόταν στο γκρουπ των πρώτων και δεν σταμάτησε κανείς να τον βοηθήσει. Οι άλλοι δύο που ήταν μαζί του κάνανε τον αγώνα για την πάρτη τους χωρίς να έχουν δηλώσει συμμετοχή. Ήταν ωραίοι τύποι και ακόμη πιο ωραίοι που έμειναν μαζί του για όση ώρα χρειάστηκε.
Αφού επισκευάστηκε η βλάβη συνεχίσαμε τέσσερις πλέον ποδηλάτες προς την Ιτέα. Όμως λίγο αργότερα άρχισα να ακούω έναν κακό ήχο από το μπροστινό μου τροχό. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Ρίχνοντας τον φακό κεφαλής πάνω του είδα ότι το στεφάνι μου είχε στραβώσει. Θυμήθηκα ότι πριν μερικές ώρες είχα πέσει σε μια μεγάλη λακκούβα και λόγω της έντασης δεν είχα καταλάβει ότι είχα πάθει ζημιά. Σκέφτηκα ότι η ζημιά δεν ήταν τόσο μεγάλη και δεν θα άξιζε να σταματούσα την ομάδα για να την επισκευάσουμε σε εκείνο το σημείο. Έτσι συνεχίσαμε με τη μπροστινή μου ρόδα να χορεύει στο δικό της ρυθμό.
Η νύχτα έκανε αισθητή την παρουσία της. Ο δρόμος ήταν άδειος και μέχρι την Ιτέα δεν περάσανε παραπάνω από δέκα αμάξια. Ο ουρανός ήταν καθαρός και η έλλειψη φώτων μας άφηνε να βλέπουμε τα αστέρια και έναν πλανήτη που για ώρα νομίζαμε ότι ήταν κεραία. Ποδηλατούσαμε στην απόλυτη ησυχία. Δεξιά μας φέγγιζε η θάλασσα και απέναντι βλέπαμε τα φώτα της Πελοποννήσου. Πριν λίγες ώρες ήμασταν εκεί και τώρα πηγαίναμε προς τα βουνά. Σε ορισμένα σημεία του δρόμου μπορούσα να κοιτάω χαμηλά στη θάλασσα βλέποντας μερικές μικρές παραλίες. Για να περάσει η ώρα και να νικήσουμε το κρύο είχαμε αρχίσει να λέμε χαζομάρες και να παίζουμε παιχνίδια με τις λέξεις. Όσο πλησίαζε το πρωί το κρύο γινόταν ακόμη πιο έντονο. Ειδικά στα σημεία που υπήρχε πολύ πράσινο παγώναμε. Για ένα μεγάλο κομμάτι της διαδρομής κάναμε σκοτσέζικο ντουζ. Ανεβαίναμε τις ανηφόρες και μετά κατεβαίναμε με το κρύο να μας τρυπάει εξαιτίας και του ιδρώτα.
Γύρω στις έξι είχε αρχίσει να φεγγίζει. Ανυπομονούσα να βγει ο ήλιος για να ζεσταθούμε και να ηρεμήσει το πόδι μου. Ένιωθα ότι το κρύο έκανε τον πόνο ακόμη πιο έντονο. Λίγο πριν βγει ο ήλιος είδαμε την Ιτέα να ξεπροβάλλει. Νόμιζα πως ήταν κοντά αλλά έπρεπε να κάνουμε τον γύρω του κόλπου για να φτάσουμε. Το τοπίο τριγύρω ήταν εντυπωσιακό. Η άνοιξη είχε πρασινίσει την περιοχή και ο τόπος είχε γεμίσει με περίεργα λουλούδια τα οποία δεν γνώριζα. Στο βάθος ο Παρνασσός ήταν ντυμένος στα λευκά. Οι τελευταίες χιονοπτώσεις του Μαρτίου είχαν δώσει παράταση ζωής στο φετινό χειμώνα.
Αφού κάναμε και τα τελευταία χιλιόμετρα φτάσαμε στην Ιτέα. Είχαμε ξεπαγιάσει και ψάχναμε για έναν ανοιχτό φούρνο. Μια άλλη παρέα μας έδειξε έναν και πήγαμε για να φάμε το πρωινό μας. Είχα την τάση να μείνω μέσα στον φούρνο γιατί το κρύο ήταν αφόρητο αλλά ήξερα ότι μετά θα είχα μεγάλο πρόβλημα, έτσι κάτσαμε όλοι μαζί έξω. Ήρθε και η ώρα να φτιάξω τον τροχό μου. Από τη δύναμη της πρόσκρουσης με την λακκούβα το καψούλι της ζάντας είχε μπει μέσα στη ζάντα και έτσι δε μπορούσα να κάνω κάτι. Έβγαλα την χαλασμένη ακτίνα και έσφιξα τις υπόλοιπες ώστε να υπάρξει μια ισορροπία στον τροχό. Τελικά η ρόδα δεν ίσιωσε ποτέ αλλά ήταν καλύτερα από πριν.
Με το στομάχι γεμάτο ξεκινήσαμε για την πρώτη μεγάλη ανηφόρα. Κατευθυνθήκαμε προς τη γνωστή κοιλάδα με τις εκατοντάδες ελιές λίγο έξω από την Ιτέα βλέποντας τους γκρεμούς του Παρνασσού ενώ δυτικότερα αντικρίζαμε τη Γκιώνα. Και αυτή ήταν ντυμένη στα λευκά. Φτάνοντας στην κοιλάδα μας περίμενε μια έκπληξη. Το θερμόμετρο έκανε βουτιά στους τέσσερις βαθμούς. Η έλλειψη γαντιών με έκανε να τουρτουρίζω και πλήρωνα την αφηρημάδα μου όταν ετοίμαζα τα πράγματα. Πέρα μακριά έβλεπα τον ήλιο να αγκαλιάζει το βουνό όπως και μερικά δέντρα και ήθελα σαν τρελός να τον αισθανθώ πάνω μου. Λίγο πριν παγώσουμε τελείως φτάσαμε ψηλότερα και ο ήλιος μας είπε καλημέρα. Όλα άρχισαν να φτιάχνουν ενώ ακόμη και η ανηφόρα μου άρεσε πολύ μιας που ζεσταινόταν το σώμα μου από την πίεση.
Στους Δελφούς οι κάτοικοι δεν είχαν ακόμη σηκωθεί και μονάχα λίγοι άνθρωποι ήταν στα στενά. Πήγαμε στο ξενοδοχείο για το τρίτο check point και από εκεί ξεκινήσαμε για την Αράχοβα. Μόνο μια μικρή κατηφόρα μας άφησε να χαλαρώσουμε και αμέσως ο δρόμος ανηφόριζε ξανά. Η δεύτερη ανηφόρα του πρωινού ήταν ακόμη πιο δύσκολη αλλά γνωρίζαμε ότι μετά μας περίμενε μια μεγάλη κατηφόρα που θα μας έβγαζε πολύ κοντά στη Λιβαδειά.
Στην Αράχοβα κάναμε μια ακόμη στάση για να φάμε σε έναν γνωστό φούρνο με ωραία προϊόντα. Παρόλο την ταλαιπωρία το κέφι δεν είχε αφήσει την παρέα. Η μέρα ήταν υπέροχη και ο ήλιος λαμπρός. Ο τέταρτος της παρέας που είχαμε βοηθήσει έκατσε λίγο παραπάνω στον φούρνο και εμείς φύγαμε για τη Λιβαδειά. Λίγο πριν τελειώσει η κατηφόρα πάθαμε το πρώτο μας λάστιχο. Μια μικρή λακκούβα ήταν αρκετή για να κάνει τη ζημιά. Η διαδικασία για να αλλάξουμε τη σαμπρέλα γρήγορα κατέληξε σε κωμωδία. Ο ένας σύντροφος ξάπλωσε στην άκρη του δρόμου πάνω στην άσφαλτο μέχρι που τον πήρε ο ύπνος και ο δεύτερος ανακάλυπτε ότι οι σαμπρέλες που είχε για ανταλλακτικές δεν κάνανε για το προφίλ των τροχών του. Έτσι η τρόμπα δε μπορούσε να φουσκώσει το λάστιχο. Τελικά με πολύ κόπο καταφέραμε να το φτιάξουμε και ξεκινήσαμε πάλι. Η σαμπρέλα όμως είχε μπει στραβά και η ρόδα χόρευε. Κουράγιο όμως για επιδιόρθωση δεν υπήρχε και έτσι συνεχίσαμε. Παρακάτω φτάσαμε στο μοναδικό κρυφό check point. Σφραγίσαμε για μια ακόμη φορά τις κάρτες μας και μας ενημέρωσαν πως είχαν περάσει μόνο 24 ποδηλάτες.
Η επόμενη στάση έγινε στην Αλίαρτο. Φάγαμε κάτι για τελευταία φορά και συνεχίσαμε για να βγάλουμε τη μεγάλη και βαρετή ευθεία πριν τη Θήβα. Ο άνεμος ήταν κόντρα αλλά δεν μας δημιουργούσε προβλήματα. Τελικά πέρασε και αυτό και είδαμε τα πρώτα σπίτια. Δυστυχώς όμως κάπου εκεί πάθαμε και το δεύτερο λάστιχο. Έσκασε ξανά η σαμπρέλα που δεν βάλαμε σωστά. Πλέον θέλαμε να τελειώνουμε και την αλλάξαμε μέσα σε λίγα λεπτά. Όση ώρα βέβαια ήμασταν στην άκρη του δρόμου μας περνούσαν άλλοι ποδηλάτες. Ανεβήκαμε γρήγορα στα ποδήλατα και ξεκινήσαμε για τις τελευταίες τρεις μεγάλες ανηφόρες πριν πάρουμε την κατηφόρα για την Ελευσίνα.
Είχαμε καταλάβει ότι θα φτάναμε στον τερματισμό και πλέον δύσκολα θα πήγαινε κάτι στραβά. Με αυτή την σκέψη πάθαμε και το τρίτο λάστιχο. Κατηφορίζοντας σε μια απότομη κατηφόρα και αγγίζοντας τα 70 χλμ την ώρα μια ακόμη λακκούβα μας έκανε τη ζημιά. Το κακό ήταν ότι οι δύο είχαμε προχωρήσει αρκετά μπροστά και όταν καταλάβαμε ότι κάποιος έλειπε ήμασταν ήδη πολύ μακριά. Έτσι πήραμε τηλέφωνο για να μάθουμε τι έγινε. Το χειρότερο ήταν ότι δεν είχε άλλη σαμπρέλα και έτσι θα έπρεπε να πάμε μερικά χιλιόμετρα πίσω. Όμως εκεί που είχαμε απογοητευτεί βρέθηκαν κάποιοι άλλοι ποδηλάτες οι οποίοι του έδωσαν μια σαμπρέλα. Κάποιοι άνθρωποι πραγματικά ξεχωρίζουν και σίγουρα είναι αυτοί που αφήνουν τον αγώνα για να βοηθήσουν έναν άλλο ποδηλάτη που έχει πρόβλημα. Ανακουφιστήκαμε και περιμέναμε να έρθει στο σημείο που ήμασταν. Μετά από λίγη ώρα έφτασε με το εμφανώς καταβεβλημένος και απογοητευμένος. Ήταν απόλυτα λογικό μετά από τόση προσπάθεια και κούραση το ηθικό σου να τσακίζεται. Ειδικά αν έχεις πάθει τρία λάστιχα στη σειρά. Το ότι βρήκε το κουράγιο να αλλάξει το ελαστικό και να έρθει τόσο γρήγορα ήταν αξιοθαύμαστο.
Για άλλη μια φορά λοιπόν ξεκινήσαμε όλοι μαζί για τον τερματισμό. Εγώ μέσα μου παρακαλούσα να μην συμβεί τίποτα άλλο και στις λακκούβες φώναζα για να μην πέσει κανείς μέσα. Τελικά δεν είχαμε κανένα άλλο απρόοπτο και σύντομα φτάσαμε στην εθνική οδό. Περάσαμε απέναντι από την γέφυρα που περνάει πάνω από την εθνική οδό και κάναμε τα τελευταία χιλιόμετρα για τον τερματισμό. Ήμασταν χαρούμενοι γιατί όλα είχαν πάει καλά.
Φτάνοντας στο σημείο που ξεκινήσαμε είδαμε λίγα ποδήλατα και καταλάβαμε ότι πιθανότατα θα ήμασταν στους πρώτους τριάντα. Είχαν περάσει 22 ώρες και 38 λεπτά. Βάλαμε την τελευταία σφραγίδα και κάτσαμε στην πλατεία να χαζολογήσουμε. Όλα έδειχναν όμορφα και η κούραση δεν μας άγγιζε καθόλου.
Ένας ακόμη αγώνας είχε φτάσει στο τέλος του και η ίδια παρέα είχε τερματίσει ξανά μαζί. Τα brevet είναι όμορφα όταν έχεις καλή παρέα.
κείμενο – φωτογραφίες: Πάνος Μπαμπαλούκας
επιμέλεια: Λάζαρος Τριανταφυλλίδης