Για μια ακόμη φορά αποφασίσαμε να ανέβουμε στον πανέμορφο Παρνασσό με σκοπό να δούμε το ρέμα Παπαδόλακκας και την πλαγιά της Σιδερόπορτας. Γνωρίζαμε ότι δυο μέρες πριν είχε χιονίσει αρκετά με αποτέλεσμα το ύψος του χιονιού να έχει ξεπεράσει το ενάμιση μέτρο. Είναι γνωστό ότι μετά από ισχυρές χιονοπτώσεις δεν είναι ασφαλές να περπατάς σε μεγάλα υψόμετρα αλλά ποιος μπορεί να αντισταθεί σε ένα βουνό με φρέσκο χιόνι;
Ξεκινήσαμε δύο σύντροφοι στις πεντέμισι το πρωί και μετά από περίπου δυο ώρες ήμασταν στο Ζεμενό. Το μονοπάτι ξεκινούσε λίγο πιο πάνω από τον κεντρικό δρόμο. Ακολουθήσαμε έναν μικρό ασφαλτοστρωμένο δρομάκι και μετά από μια φουρκέτα βρεθήκαμε σε έναν μικρό χωματόδρομο στα δεξιά μας. Εκεί υπήρχαν ορειβατικά σήματα πάνω σε μια κολόνα της ΔΕΗ ειδοποιώντας μας για την αρχή της διαδρομής.
Το μονοπάτι κινείται μέσα στο ρέμα και η σήμανση είναι πολύ καλή. Είναι απίθανο να χαθεί κάποιος.
Ήταν εμφανές ότι θα ανεβαίναμε direct προς το αλπικό τμήμα. Σε λίγα λεπτά φτάσαμε σε ένα μεγάλο πλάτωμα με πεζούλες που μαρτυρούσαν ότι αυτός ο τόπος τα παλαιότερα χρόνια καλλιεργούνταν. Είχα την λανθασμένη αίσθηση ότι λόγω προσανατολισμού αυτή η πλευρά του βουνού δεν θα είχε πολλά δέντρα. Μπροστά μας όμως απλωνόταν ένα μεγαλοπρεπές δάσος με έλατα. Προχωρήσαμε γρήγορα και βρεθήκαμε κάτω από τα δέντρα. Οι ήχοι του δάσους μας συντρόφευαν μέχρι ένα σημείο. Ακούγαμε τα γεράκια και άλλα πτηνά που δεν γνωρίζαμε τι ήταν. Το δάσος είχε ζωή και αυτό με έκανε να χαρώ ακόμη περισσότερο για την επιλογή της διαδρομής και για την οικολογική κατάσταση της περιοχής. Λίγο παραπάνω στα πρώτα χιόνια είδαμε σημάδια από αγριογούρουνο, λαγούς και αλεπούδες.
Καθώς ανηφορίζαμε, μπροστά μας φανερώθηκαν οι απότομες αλπικές πλαγιές του βουνού. Το φρέσκο χιόνι σε συνδυασμό με τις πρωινές ακτίνες του ήλιου έκαναν το τοπίο να μοιάζει παραμυθένιο. Τα σύννεφα έπαιζαν με τις ορθοπλαγιές κρύβοντας τες και κάνοντας τις κορυφές να μοιάζουν με νησιά στον ουρανό χωρίς να πατάνε στη γη. Για λίγα λεπτά είχαμε μείνει με το στόμα ανοιχτό από την ομορφιά.
Όσο ανηφορίζαμε το χιόνι γινόταν όλο και περισσότερο. Σύντομα αφήσαμε το δάσος και βλέπαμε τα τελευταία δέντρα. Τα έλατα έδιναν τη θέση τους στους κέδρους. Η ομίχλη είχε αρχίσει να πυκνώνει και ο καιρός μας έδειχνε τα δόντια του. Η κορυφογραμμή είχε κρυφτεί στα σύννεφα.
Όταν η ομίχλη έφυγε είδαμε την κατάσταση των απότομων πλαγιών. Παντού είχαν πέσει χιονοστιβάδες και όλα έδειχναν ότι θα ήταν πολύ δύσκολο έως απίθανο να βρούμε κάποιο ασφαλές κομμάτι για να βγούμε ψηλά στις κορυφές. Λίγο παραπάνω η ομίχλη ερχόταν ξανά και αυτή την φορά ήταν ακόμη πιο πυκνή.
Περπατώντας μέσα στην ομίχλη και σε απόσταση ο ένας από τον άλλο ο συντροφός με ειδοποίησε ότι άκουσε έναν ήχο στις πλαγιές του βουνού. Μια χιονοστιβάδα είχε φτάσει μέχρι τον χωματόδρομο που βρισκόμασταν στα αριστερά μας. Μετά από λίγα λεπτά είδαμε το χιόνι να υποχωρεί από ένα απότομο σημείο της κορυφογραμμής και καθώς κυλούσε στο γκρεμό έμοιαζε με καταρράκτη. Η πτώση του χιονιού διήρκεσε περίπου δεκαπέντε δευτερόλεπτα και ήταν πολύ εντυπωσιακή.
Όταν ο καιρός άνοιξε ξανά καταλάβαμε ότι είχαμε φύγει από το μονοπάτι. Είδαμε τα σιδερένια ορειβατικά κολωνάκια και κινηθήκαμε προς αυτά. Είχαμε φτάσει στο αλπικό τμήμα του βουνού περίπου στα 1.500μ. υψομέτρου. Το χιόνι που κάλυπτε την πλαγιά ήταν φρέσκο και πλέον ξεπερνούσε το μισό μέτρο. Μπροστά μας διακρίναμε το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου. Σε αυτό το σημείο θα κάναμε την πρώτη μας στάση. Φτάνοντας στην εξώπορτα είδαμε τους σιδερένιους ορειβατικούς πάσσαλους να οδηγούν στο πιο επικίνδυνο σημείο του βουνού προς την Σιδερόπορτα. Κατά μήκος της διαδρομής είχαν πέσει χιονοστιβάδες και ήταν αδύνατο να διασχίσουμε την πλαγιά. Η ¨κατάκτηση¨ της Σιδερόπορτας δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί. Το ρίσκο ήταν πολύ μεγάλο και αποφασίσαμε να κινηθούμε προς τις πλαγιές Μαύρα Λιθάρια με κατεύθυνση την κορυφή Γαβρίλα.
Το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου είναι χτισμένο σε κομβικό σημείο και σε αυτό μπορεί να κοιμηθεί μια ολιγομελής ορειβατική ομάδα. Λίγο παραπάνω υπάρχει και ένα κιόσκι. Πολύ κοντά υπάρχει πηγή αλλά τον χειμώνα θάβεται στο χιόνι. Όσοι κάνουν χειμερινή ορειβασία θα πρέπει να έχουν γκαζάκι μαζί έτσι ώστε να λιώνουν χιόνι αλλιώς νερό υπάρχει αρκετά πιο χαμηλά στο ρέμα που τροφοδοτείται από την πηγή Μαννα.
Η συνέχεια της διαδρομής μας γινόταν μέσα σε πυκνή ομίχλη. Σε ορισμένα σημεία μπερδευόμασταν και ήταν δύσκολο να καταλάβουμε την κλίση στο έδαφος. Η γη και ο ουρανός ήταν ένα. Ευτυχώς ήξερα την μορφολογία της περιοχής καθώς είχα ανέβει παλαιότερα από την μονή της Αγίας Ιερουσαλήμ. Δεν υπήρχε κάποιος κίνδυνος και μόνο η κόπωση από το βαθύ χιόνι μας έκανε να βαριανασαίνουμε. Φτάνοντας στο ακρινό νερό μπορέσαμε να δούμε και τις πλαγιές στα Μαύρα Λιθάρια. Και εδώ το θέαμα ήταν πανομοιότυπο με πριν. Παντού υποχωρούσε το χιόνι από το βάρος του. Θα χρειαζόντουσαν μερικές μέρες για να σταθεροποιηθεί έτσι ώστε να είναι ασφαλή η ανάβαση πάνω σε αυτό.
Από το μικρό οροπέδιο κινηθήκαμε προς τα δεξιά ανηφορίζοντας τις βράχινες πλαγιές προς την κορυφή Γαβρίλια. Το χιόνι ήταν τόσο πολύ που πλέον γελάγαμε με την κατάσταση μας. Για να κάνουμε πενήντα μέτρα έπρεπε να περάσουν αρκετά λεπτά. Παλεύαμε με τους κρυμμένους βράχους και την μορφολογία του εδάφους. Βάλαμε στόχο να βγούμε στην ψηλότερη κορυφή ακολουθώντας μια νοητή πορεία προς αυτή πάνω σε μια βράχινη κορυφογραμμή. Αλλάζαμε συχνά και ανοίγαμε βήματα εναλλάξ για να ξεκουραζόμαστε. Η ώρα κόντευε δύο το μεσημέρι και είχαμε αρχίσει να σκεφτόμαστε τον γυρισμό. Είχαμε φτάσει την πρώτη κορυφή που βάλαμε στο μάτι αλλά όταν άνοιξε η ομίχλη είδαμε ότι υπήρχε μια ψηλότερη λίγο παραπάνω. Η ποσότητα του χιονιού και οι κρυμμένες παγίδες στα βράχια μας έδειχναν ότι πλέον υπήρχε ένας δρόμος, αυτός του γυρισμού. Τελικά βρεθήκαμε μια ανάσα από την κορυφή αλλά η ομίχλη και η χιονόπτωση μας έδιωχναν από το βουνό.
Ο γυρισμός μέχρι το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου δεν είχε καμιά αλλαγή. Ακολουθούσαμε αυστηρά τα βήματά μας μέσα στην πυκνή ομίχλη ενώ η πορεία μας φάνηκε ότι διαρκούσε έναν αιώνα. Δεν βλέπαμε τίποτα και η όλη κατάσταση μου προκαλούσε δέος αλλά και χαρά για αυτή την απόκοσμη εμπειρία.
Φτάνοντας ξανά στο εκκλησάκι κάναμε μια μικρή στάση πριν το τελευταίο μέρος της διαδρομής. Φύγαμε από την περιοχή έχοντας ανοιχτούς λογαριασμούς αλλά χωρίς να νιώθουμε λύπη μιας που όσα είχαμε δει μας είχανε γεμίσει με όμορφες εικόνες.
Κατηφορίζοντας αρχίσαμε να βγαίνουμε από την ομίχλη. Για μια ακόμη φορά χάσαμε το μονοπάτι και χαράξαμε δική μας πορεία προς το δάσος ενώ το χιόνι λιγόστευε ξανά. Τα μαύρα σύννεφα ήταν πλέον πιο ψηλά από εμάς και ανησυχούσαμε για βροχή. Μετά την χιονόπτωση ήρθε και η βροχή μαζί με χαλάζι. Δεν είχαμε κανένα παράπονο. Σε μια μόνο βόλτα είχαμε ζήσει όλα τα καιρικά φαινόμενα. Βροχή, χαλάζι, χιονόπτωση, ομίχλη, κρύο και αέρας.
Μπαίνοντας ξανά στο δάσος βγάλαμε τις γκαίτες μας και κατηφορίσαμε γρήγορα προς το Ζεμενό. Φτάνοντας στο αμάξι η βροχή έγινε μπόρα. Τελικά ήμασταν τυχεροί καθώς βραχήκαμε λίγο. Είχαν περάσει εννιάμισι ώρες από το πρωί και ήμασταν αρκετά κουρασμένοι. Μαζέψαμε τον ορειβατικό εξοπλισμό και ξεκινήσαμε για τον γυρισμό έχοντας μπροστά μας ένα διπλό ουράνιο τόξο.
Η ορειβασία σημαίνει ταλαιπωρία του ανθρώπινου σώματος αλλά οι εικόνες που μπορεί να δει κάποιος αξίζουν όλο τον πόνο που μπορεί να αισθανθούμε.
κείμενο – φωτογραφίες: Πάνος Μπαμπαλούκας
επιμέλεια: Λάζαρος Τριανταφυλλίδης