Πεζοπορία στο Καρακόλ
Βρισκόμασταν μόλις μια μέρα στο Κιργιστάν και θέλαμε να φύγουμε αμέσως για τα βουνά. Από την πρωτεύουσα της χώρας το Μπισκέκ, πήραμε ένα μικρό βαν με κατεύθυνση το Καρακόλ. Είχαμε διαβάσει ότι η συγκεκριμένη περιοχή ήταν μια από τις καλύτερες για ορειβασία και τρέκινγκ. Η διαδρομή μέχρι το Καρακόλ διήρκεσε 8 ώρες. Οι δρόμοι στο μεγαλύτερο τμήμα τους ήταν σε κακή κατάσταση, κάτι που σε συνδυασμό με την παλαιότητα του μικρού λεωφορείου έκανε το ταξίδι αρκετά κουραστικό.
Η κάθε χώρα έχει τα καλά της και τα στραβά της. Σύντομα προσέξαμε ότι ο τρόπος που οδηγούσαν δεν ήταν και ο πιο ασφαλής. Επίσης στον κώδικα οδικής συμπεριφοράς είχαν κάποιους νόμους οι οποίοι μας εξέπληξαν. Για παράδειγμα ένα αυτοκίνητο είχε το δικαίωμα την ώρα που κινούνταν πάνω στην εθνική οδό, να σταματήσει στο αριστερό ρεύμα και να κάνει στροφή επιτόπου περνώντας στο αντίθετο ρεύμα. Υπήρχε ειδική σήμανση που το επέτρεπε. Κάτι ακόμη που μας έκανε εντύπωση ήταν ότι τα λεωφορεία κινούνταν αρκετά πιο γρήγορα από τα αυτοκίνητα.
Φτάνοντας νύχτα στο Καρακόλ ζητήσαμε από έναν οδηγό ταξί να μας πάει σε ένα ξενοδοχείο. Μας πήγε σε ένα λίγο πιο έξω από το κέντρο και μείναμε εκεί για ένα βράδυ. Την επόμενη μέρα καταλάβαμε ότι μέναμε σε ένα από τα πιο ακριβά. Δεν μας πείραξε όμως γιατί ήταν για μια βραδιά, καθώς το πρωί ξεκινήσαμε για το βουνό.
1η μέρα
Ο πιο σύντομος τρόπος για να πάει κάποιος στο βουνό στο σημείο που ξεκινάει η διαδρομή, είναι το ταξί. Έτσι και εμείς φορτώσαμε τα πράγματά μας και πήραμε ένα ταξί για τους πρόποδες του βουνού.
Αρχίσαμε να ανηφορίζουμε αφήνοντας πίσω μας το Καρακόλ και φτάσαμε σε ένα φυλάκιο. Εκεί πληρώσαμε 250 som για να μπούμε στο πάρκο και δώσαμε και λίγα χρήματα για την σκηνή. Για να κοιμηθεί κάποιος στο base camp Karakol πρέπει να έχει πληρώσει για την τοποθέτηση της σκηνής, ενώ έχει το δικαίωμα να μείνει όσες μέρες θέλει χωρίς έξτρα χρέωση. Σε όλα τα άλλα μέρη της περιοχής η διαμονή σε σκηνή είναι δωρεάν.
Το ταξί κινήθηκε για λίγη ώρα στον χωματόδρομο και λίγο παραπάνω μας άφησε. Ο οδηγός μας έδειξε την πορεία που έπρεπε να ακολουθήσουμε και μας χαιρέτησε. Η διαδρομή ξεκινούσε από ένα μισογκρεμισμένο ξύλινο γεφύρι δίπλα σε ένα ορμητικό ποτάμι. Ο καιρός μας είχε δείξει από το πρωί τις προθέσεις του και σύντομα ακούσαμε τα πρώτα μπουμπουνητά. Για την ώρα έμοιαζε να βρέχει κάπου μακριά.
Νομίζαμε ότι θα περπατούσαμε μέσα από κάποιο μονοπάτι, αλλά το πρώτο κομμάτι γινόταν πάνω σε έναν δασικό δρόμο. Εκτός από τον καιρό το επόμενο πράγμα που μας προβλημάτισε ήταν τα σακίδια. Κουβαλούσαμε 25 κιλά ο καθένας και στα πρώτα χιλιόμετρα ήταν αρκετά δύσκολο να συνηθίσουμε το βάρος. Ξέραμε ότι οι δύο πρώτες μέρες θα ήταν δύσκολες για τους ώμους μας.
Όσο περπατούσαμε παρατηρούσαμε την φύση γύρω μας. Μέχρι στιγμής η βλάστηση δεν είχε κάποια σημαντική διαφορά σε σχέση με τα ελληνικά βουνά. Η δασική πεύκη και τα έλατα κυριαρχούσαν στο τοπίο. Περπατούσαμε ήδη μια ώρα και ο ουρανός πλέον είχε κλείσει για τα καλά. Τα μπουμπουνητά ακουγόντουσαν από πάνω μας και σύντομα πέσανε οι πρώτες ψιχάλες. Δεν υπήρχε κανένα σημείο για να προστατευτούμε από την βροχή και αποφασίσαμε να βάλουμε τα αδιάβροχά μας και να συνεχίσουμε το περπάτημα. Η βροχή πλέον είχε δυναμώσει πολύ. Ο χωματόδρομος είχε λασπώσει, και σε κάποιο σημείο είδαμε ότι το ποτάμι είχε καταπιεί τον δασικό δρόμο και ότι θα έπρεπε να παρακάμψουμε το σημείο από ένα απότομο μονοπάτι. Αυτό ήταν και το πιο δύσκολο σημείο της κατά τα άλλα εύκολης διαδρομής. Το μονοπάτι ήταν αρκετά απότομο και είχε λασπώσει σε τέτοιο βαθμό που σε κάθε βήμα φλερτάραμε με την πτώση. Τελικά με πολύ προσοχή καταφέραμε να βγούμε ξανά στον δασικό δρόμο συνεχίζοντας στην ανηφόρα. Έβρεχε περίπου μια ώρα, είχαμε γίνει εντελώς μούσκεμα και σιγά σιγά είχε αρχίσει το νερό να περνάει από το βρεγμένο παντελόνι στα παπούτσια. Κάπου εκεί άρχισα να σκέφτομαι ότι είχαμε ξεκινήσει πολύ στραβά. Εάν έπαιρναν νερό τα παπούτσια δεν θα ήταν καθόλου εύκολο να στεγνώσουν στα 2500μ. όπου θα κατασκηνώναμε. Η τύχη όμως μας χαμογέλασε και η βροχή άρχισε να σταματάει λίγη ώρα αργότερα. Μαζί με εμάς περπατούσαν και λίγοι ακόμη ορειβάτες. Για λίγο προχωρούσαμε με μια παρέα Ισραηλινών. Πηγαίναμε στο ίδιο μέρος αλλά αυτοί δεν θα ανέβαιναν μέχρι τους παγετώνες.
Μετά από αρκετή ταλαιπωρία φτάσαμε στο base camp Karakol. Υπήρχε ένα τελευταίο εμπόδιο που μας χώριζε από το camp. Έπρεπε να περάσουμε πάνω από έναν παραπόταμο διασχίζοντας δύο ξύλινα γεφυράκια που ήταν φτιαγμένα από δύο κορμούς το καθένα. Για την κατάσταση μου ήταν ότι χειρότερο. Τα βρεγμένα ξύλα σε συνδυασμό με τις βρεγμένες ημιάκαμπτες μπότες έκαναν το πέρασμα πολύ δύσκολο. Μου πήρε λίγα λεπτά για να περάσω με ασφάλεια και ένα ζευγάρι πεζοπόρων από την απέναντι μεριά γελούσε διακριτικά με την κατάσταση μου.
Το μέρος ήταν μαγευτικό. Ανάμεσα από πανύψηλα βουνά υπήρχε μια κοιλάδα στην οποία κυλούσε ένα μεγάλο ποτάμι, ενώ τα άλογα έτρεχαν η βοσκούσαν δεξιά και αριστερά από τις όχθες του. Δεξιά ήταν στημένη η κατασκήνωση. Μερικές μεγάλες σκηνές και κάποια σιδερένια βαγονέτα αποτελούσαν την κατασκήνωση βάσης. Προσέξαμε ότι υπήρχαν και αρκετές μόνιμες σκηνές στις οποίες μπορούσε να μείνει κάποιος πληρώνοντας αντίτιμο. Εμείς είχαμε την δική μας σκηνή.
Αφήσαμε τα σακίδια κάτω και ψάξαμε για να βρούμε το καλύτερο μέρος για να βάλουμε την σκηνή. Στήσαμε δίπλα σε ένα έλατο και ανοίξαμε τα σακίδια για να δούμε μέχρι που είχε φτάσει το νερό. Είχαμε περπατήσει μόλις 3μιση ώρες, αλλά η βροχή μας είχε κουράσει αρκετά. Την επόμενη ώρα ασχοληθήκαμε με το μαγείρεμα. Λίγο αργότερα μας επισκέφτηκε ο φύλακας της περιοχής. Αφού έλεγξε τα αντίτυπα της εισόδου, μας καλωσόρισε και μας έδειξε λίγο την κατασκήνωση. Δίπλα από εμάς είχαν κατασκηνώσει δύο Λευκορώσοι, οι οποίοι είχαν ανέβει μέχρι εδώ με τα ποδήλατα. Ήταν και οι δύο πολύ κοινωνικοί και σύντομα γνωριστήκαμε. Μας είπαν ότι ταξίδευαν με τα ποδήλατα και έφτασαν εδώ πάνω, αφού είχαν διασχίσει το βόρειο τμήμα της χώρας. Επίσης είχαν πάει με τα ποδήλατα και στον ψηλότερο δρόμο που ενώνει τον βορά με το νότο στα 3.800μ. Παρόλο που φαινόντουσαν αρκετά γυμνασμένοι μας είπαν ότι πλησιάζοντας στα 3.800μ. αναγκάστηκαν να κατέβουν και να σπρώξουν τα ποδήλατα εξαιτίας της έλλειψης οξυγόνου.
Το βράδυ ο καιρός ήταν καλός και κάναμε μια νυχτερινή βόλτα δίπλα στο ποτάμι. Τα βουνά γύρω μας όσο και να τα κοιτούσα ήταν αδύνατο να τα συνηθίσω. Όλο το μέρος ήταν εξωπραγματικά όμορφο. Η βροχή κατά την διάρκεια της μέρας είχε μουσκέψει τα πάντα και η έντονη υγρασία μας ανάγκασε να πάμε σύντομα στην σκηνή. Το βράδυ κύλησε ήρεμα χωρίς απρόοπτα.
2η μέρα
Την δεύτερη μέρα είχαμε σχεδιάσει να πάμε μέχρι την αρχή των παγετώνων. Θέλαμε να δούμε από κοντά την κορυφή Τζιγκίντ και να εκτιμήσουμε αν θα υπήρχε η δυνατότητα να την ανέβουμε. Το Κιργιστάν έχει παγετώνες σχεδόν σε όλο το πλάτος της χώρας. Οι μεγαλύτεροι βρίσκονται στα σύνορα με την Κίνα και το Τατζικιστάν εκεί όπου υπάρχουν και οι ψηλότερες κορυφές, η Πομπέντα και η κορυφή Λένιν με ύψος πάνω από 7.000μ.
Αφού ετοιμάσαμε τα σακίδια, ξεκινήσαμε να περπατάμε δίπλα στο ποτάμι αντικρίζοντας τα άλογα που έπιναν νερό. Μετά από 20 λεπτά περάσαμε από την δεξιά όχθη του ποταμού στην αριστερή, περνώντας πάνω από ένα καλοφτιαγμένο ξύλινο γεφύρι και συνεχίσαμε αριστερά προς μια καλύβα. Σε αυτό το σημείο η κοιλάδα που είχαμε κατασκηνώσει χώριζε στα δύο. Η μικρότερη κοιλάδα στα δεξιά μας συνέχιζε προς την κορυφή Καρακόλ και η αριστερή προς την κορυφή Τζιγκίντ, την οποία και ακολουθήσαμε. Οι δύο αυτές κορυφές είναι η ψηλότερες στην συγκεκριμένη περιοχή με το υψόμετρο τους να ξεπερνάει τα 5.000μ.
Πλέον είχαμε μπει σε μονοπάτι και δεν θα συναντούσαμε πουθενά δασικό δρόμο. Μετά την πρώτη καλύβα το μονοπάτι άρχισε να ανηφορίζει απότομα και μπήκαμε σε ένα δάσος με έλατα. Λίγο παραπάνω φτάσαμε σε μια ακόμη καλύβα όπου έξω έπαιζαν δυο μικρά παιδιά. Όταν μας είδαν μας χαμογέλασαν και έτρεξαν προς την καλύβα, για να να ειδοποιήσουν τους γονείς τους ότι κάποιοι πέρναγαν από την περιοχή. Η καλύβα τους ήταν μια ξύλινη απλή κατασκευή χτισμένη δίπλα σε ένα πανύψηλο έλατο. Λίγο παρακάτω περνούσε το ποτάμι. Τα ζώα τους έβοσκαν σε ένα πλάτωμα λίγο πιο ψηλά. Χαιρετήσαμε τα παιδιά και συνεχίσαμε προς την ανηφόρα.
Το τοπίο είχε αρχίσει να αλλάζει ξανά. Το δάσος μας “αποχαιρετούσε” και σύντομα περάσαμε στην αλπική ζώνη. Γύρω μας οι κορυφές ξεπερνούσαν τα 4.000μ. Στα δεξιά μας κυλούσε το ποτάμι το οποίο θα μας συντρόφευε μέχρι τους παγετώνες. Εκτός από τα άλογα και τις αγελάδες αρχίσαμε να βλέπουμε και διάφορα πουλιά στον ουρανό. Οι αετοί ήταν αυτοί όμως που έκλεβαν την παράσταση οι οποίοι έλεγχαν τις περιοχές τους ενώ ξεχώριζε το άσπρο τους κεφάλι. Στην γη είδαμε τις πρώτες μαρμότες. Ήταν μεγαλόσωμες και όταν μας έβλεπαν άρχιζαν να φωνάζουν ειδοποιώντας η μία την άλλη ότι υπάρχει εισβολέας στην περιοχή. Σίγουρα ήταν το μεγαλύτερο τρωκτικό που είχα δει στην ζωή μου, με μέγεθος που συγκρινόταν άνετα με αυτό ενός μικρού σκύλου.
Όση ώρα περπατούσαμε παρατηρώντας την φύση τα σύννεφα είχαν αρχίσει να πυκνώνουν ξανά. Ο δροσερός αέρας που μας χτυπούσε από πίσω, μας μαρτυρούσε ότι κάπου ήδη έβρεχε και ότι σύντομα η βροχή θα έφτανε και εδώ.
Το μονοπάτι μετά το δάσος είχε αρχίσει να γίνεται πιο δύσκολο. Ειδικά σε ένα σημείο έπρεπε να περάσουμε πάνω από αρκετούς τεράστιους ογκόλιθους, οι οποίοι έφραζαν το μονοπάτι μέχρι και τις όχθες του ποταμού. Ξεκινήσαμε να περπατάμε πάνω στις πέτρες κάνοντας ισορροπία, με τα σακίδια να μας δυσκολεύουν αρκετά. Γνωρίζαμε ότι σε μια στιγμή απροσεξίας ήταν πολύ εύκολο να τραυματίσουμε τα πόδια μας. Ευτυχώς ήμασταν και οι δύο πολύ προσεκτικοί και περάσαμε την περιοχή με ασφάλεια. Όταν τελείωσε το δύσκολο κομμάτι άρχισαν να πέφτουν οι πρώτες ψιχάλες. Αποφασίσαμε να στήσουμε την σκηνή πρόχειρα και να μπούμε μέσα για να μην γίνουμε μούσκεμα όπως εχθές. Την ώρα που βγάζαμε τα σακίδια άρχισε να βρέχει κανονικά. Τελικά ίσα που προλάβαμε να μπούμε μέσα πριν αρχίσει να βρέχει καταρρακτωδώς. Βάλαμε δεξιά και αριστερά τα σακίδια και ξαπλώσαμε για να ξεκουραστούμε μέχρι να σταματήσει η βροχή. Στη συνέχεια καταλάβαμε ότι πράξαμε πολύ σωστά αφού διήρκεσε παραπάνω από μια ώρα με μεγάλη ένταση. Πλησιάζαμε τα 3.000μ. και γνωρίζαμε ότι έπρεπε να κρατήσουμε τα πράγματά μας στεγνά.
Βγαίνοντας από την σκηνή είδαμε τα σύννεφα που είχαν αρχίσει να διαλύονται. Λίγο παρακάτω υπήρχαν δεκάδες άλογα και αγελάδες που έβοσκαν. Όταν μας είδαν κάτι περίεργο συνέβη· άρχισαν όλα μαζί να έρχονται προς το μέρος μας. Στην αρχή το πήραμε για πλάκα αλλά στην συνέχεια καταλάβαμε ότι μάλλον ήθελαν να περιεργαστούν την σκηνή μας. Σε λίγα λεπτά μας είχαν περικυκλώσει ενώ οι αγελάδες πήγαιναν κοντά στην σκηνή προσπαθώντας να την μασήσουν. Η στιγμή ήταν πολύ αστεία και σουρεαλιστική. Κάποιες πιο ζωηρές προσπαθούσαμε να τις διώξουμε. Τελικά όσο απότομα ήρθαν κοντά μας, τόσο γρήγορα έφυγαν για να συνεχίσουν την βόσκηση.
Αφού μαζέψαμε την σκηνή ξεκινήσαμε ξανά την πορεία μας. Σε αυτό το σημείο της διαδρομής το έδαφος ήταν πολύ ομαλό και το ποτάμι κυλούσε ήρεμο. Λίγα λεπτά αργότερα πετύχαμε τρεις κτηνοτρόφους. Ο ένας πέρασε με το άλογό του από την μια όχθη του ποταμού στην άλλη, και έτσι καταλάβαμε πόσο βαθύ ήταν το ποτάμι σε αυτό το σημείο. Οι κτηνοτρόφοι σε αυτά τα μέρη μετακινούνται μόνο με άλογα αφού δεν υπάρχουν δασικοί δρόμοι. Αντίθετα στην Ελλάδα σχεδόν ο κάθε κτηνοτρόφος έχει τον δικό του δρόμο που οδηγεί μέχρι το σημείο που έχει τα ζώα του.
Προχωρώντας φτάσαμε σε ένα ακόμη σημείο όπου θα έπρεπε να περάσουμε πάνω από μεγάλους ογκόλιθους. Για λίγο ήρθε μαζί μας ένα κτηνοτρόφος με το άλογο του και μας έκανε σημάδια πως να αποφύγουμε τους μεγάλους βράχους. Αφού τον ευχαριστήσαμε συνεχίσαμε. Μπροστά μας πλέον βλέπαμε τα πρώτα χιόνια. Η κορυφή Τζιγκίντ είχε αρχίσει να ξεπροβάλει ανάμεσα από τα σύννεφα ενώ φαινόντουσαν και οι πρώτοι παγετώνες. Η ορθοπλαγιά μόνο εύκολη δεν έμοιαζε από μακριά, ενώ όλη η περιοχή είχε αρχίσει να γίνεται πιο άγρια. Παντού υπήρχαν βραχώδεις σχηματισμοί και σάρες. Ήμασταν κοντά στα 3.200μ. και κάπου εδώ θα έπρεπε να κατασκηνώσουμε. Στα αριστερά μας υπήρχε ένα πλάτωμα που θα μας παρείχε ασφάλεια το βράδυ. Οι κατολισθήσεις ήταν συχνές. Από μακριά ακούγαμε τις πέτρες να κυλούν στις πλαγιές. Οι έντονες βροχοπτώσεις των τελευταίων ημερών είχαν μαλακώσει πολύ το χώμα, και σε συνδυασμό με τις απότομες μεταβολές της θερμοκρασίας προκαλούσαν μετακινήσεις στα βράχια.
Ανεβήκαμε λίγο πιο ψηλά και βρήκαμε ένα κατάλληλο σημείο για να κατασκηνώσουμε. Από εδώ φαινόταν ο παγετώνας, και το σημείο από όπου άρχιζε να τροφοδοτεί με νερό το ποτάμι. Η κοιλάδα που μόλις είχαμε διασχίσει χωριζόταν για μια ακόμη φορά στα δύο. Μια βραχώδης κορυφή με ύψος πάνω από 4.000μ. χώριζε την περιοχή στη μέση. Αντικρίζοντας την κορυφή Τζιγκίντ και τον παγετώνα που οδηγούσε μέχρι εκεί, δεν μπορέσαμε να δούμε κάποιο ασφαλές μέρος για κατασκήνωση. Έτσι αποφασίσαμε για την αυριανή μέρα να κινηθούμε προς την αριστερή πλευρά για να δούμε αν θα είχαμε την δυνατότητα να βγούμε στην πίσω μεριά του βουνού και να ανέβουμε από εκεί. Για σήμερα η πορεία είχε φτάσει στο τέλος της. Βάλαμε τη σκηνή για δεύτερη φορά την ίδια μέρα και ξεκινήσαμε το μαγείρεμα. Το υψόμετρο έδειχνε 3.200μ. Το μέρος ήταν ιδανικό για κατασκήνωση. Λίγα μέτρα πιο δεξιά υπήρχε και μια πηγή η οποία μας έσωσε από το να κατηφορίζουμε μέχρι το ποτάμι για νερό. Ο καιρός έδειχνε να καλυτερεύει αλλά ήταν μόνο για λίγο, αφού μέσα στη νύχτα ξεκίνησε πάλι να βρέχει.
3η μέρα
Ξυπνώντας το επόμενο πρωί ο καιρός έμοιαζε λίγο καλύτερος αλλά ο ουρανός δεν είχε ανοίξει τελείως. Σήμερα ήταν η μέρα που θα διασχίζαμε τον παγετώνα. Η κορυφή που χώριζε στη μέση την κοιλάδα φαινόταν πιο καθαρά αφού τα σύννεφα είχαν ανέβει πιο ψηλά στον ουρανό. Όλη η πλαγιά της ήταν βραχώδης, με πολλά σαθρά σημεία. Η μέρα ήταν δροσερή και αναγκαστικά φορούσαμε τα μπουφάν μας. Η χθεσινοβραδινή βροχή είχε μουσκέψει τα πάντα και έπρεπε να περιμένουμε λίγη ώρα μέχρι να στεγνώσει η σκηνή. Στο σημείο που είχαμε κατασκηνώσει μας κάλυπταν οι σκιές των ψηλών κορυφών και ο ήλιος άργησε να μας ζεστάνει. Αφήσαμε τον παγετώνα που βλέπαμε στα δεξιά μας και αρχίσαμε να ακολουθούμε το ποτάμι που κατηφόριζε από αριστερά. Στην αρχή το μονοπάτι ήταν ήπιο, αλλά όσο αυξανόταν το υψόμετρο το τοπίο άλλαζε δραματικά. Οι πλαγιές των κορυφών ήταν γεμάτες με σάρες και σαθρά βράχια. Οι παγετώνες πριν χιλιάδες χρόνια ήταν πολύ μεγαλύτεροι σε μέγεθος και είχανε σμιλέψει τις βάσεις των κορυφών. Ένας παγετώνας δεν μένει ακίνητος στο βουνό αλλά μετακινείται μερικά εκατοστά κάθε χρόνο. Έτσι σιγά σιγά σκάβει το έδαφος και καταστρέφει τα βράχια.
Προχωρώντας αριστερά από το ποτάμι είδαμε ένα ακόμη κατάλληλο σημείο για κατασκήνωση. Κάποιοι είχαν απομακρύνει τις πέτρες από το έδαφος έτσι ώστε να χωράνε τρεις σκηνές. Το ανώμαλο έδαφος σε συνδυασμό με τις απότομες πλαγιές, δεν άφηνε πολλά περιθώρια για να κοιμηθεί κάποιος με ασφάλεια. Οι συχνές κατολισθήσεις ήταν το μεγαλύτερο πρόβλημα της περιοχής. Εμείς σχεδιάζαμε να μείνουμε πάνω η δίπλα στον παγετώνα λίγο πιο ψηλά, έτσι ώστε την επόμενη μέρα να εξερευνήσουμε την γύρω περιοχή.
Όσο ασχολούμασταν με το ανάγλυφο του βουνού ο καιρός είχε αρχίσει πάλι να κλείνει. Η κούραση από τις δύο προηγούμενες μέρες και το ανύπαρκτο μονοπάτι κοντά στον παγετώνα είχε σαν αποτέλεσμα να μας πέσει το ηθικό. Μια ακόμη βροχή σε αυτό το σημείο σίγουρα δεν θα ήταν ό,τι καλύτερο. Δεν υπήρχε κανένα σημείο να καλυφτούμε και φοβόμασταν και τους κεραυνούς. Είχαμε φτάσει στα 3.500μ. και βρισκόμασταν δίπλα στον παγετώνα. Ανηφορίζοντας ένα απότομο σημείο μπόρεσα να δω μια σπηλιά η οποία βρισκόταν στο τελείωμα του παγετώνα. Από εκεί μέσα έβγαινε το ποτάμι. Η όψη της σπηλιάς ήταν εντυπωσιακή όσο και επικίνδυνη. Για να γλυτώσουμε την βροχή σκέφτηκα να μπούμε μέσα και να κάτσουμε σε μια άκρη. Έτσι προσπάθησαν να ανέβω προς την είσοδο πιστεύοντας ότι θα ήταν κάτι εύκολο. Πατώντας όμως πάνω στο χώμα με τις πέτρες έφαγα μια εντυπωσιακή τούμπα και κύλισα προς τα κάτω από εκεί που ξεκίνησα. Κάτω από το χώμα και τις πέτρες, κρυβόταν πάγος και με το που πήγα πιο ψηλά το χώμα μετακινήθηκε και γι αυτό έπεσα. Αυτή ήταν η πρώτη μου επαφή με τον παγετώνα. Κατάλαβα ότι δεν θα μπαίναμε στην σπηλιά, καθώς ήταν πολύ επικίνδυνο και οι ρωγμές που υπήρχαν πάνω από το κεφάλι μας δεν μας έκαναν να νιώθουμε ασφαλείς.
Όση ώρα ψάχναμε για ένα μέρος να καλυφτούμε, η βροχή τελικά αποφάσισε να σταματήσει λίγο παρακάτω και στο σημείο που ήμασταν έπεσαν μόνο μερικές ψιχάλες. Ανακουφιστήκαμε και συνεχίσαμε την ανάβαση. Η κλίση του εδάφους είχε γίνει πολύ απότομη και θα έπρεπε να περπατήσουμε πάνω σε μια πλαγιά που το έδαφος αποτελούνταν από μικρές και μεγάλες πέτρες. Παλεύαμε να κρατήσουμε την ισορροπία μας για να μην γλιστρήσουμε. Πέρα από το κακό έδαφος, έπρεπε να έχουμε το νου μας και ψηλότερα για να μην ξεκολλήσει κάποιος βράχος.
Λίγο παραπάνω αποφασίσαμε να μπούμε στον παγετώνα. Η βραχώδης διαδρομή είχε γίνει κουραστική και επικίνδυνη. Αφού δεθήκαμε και βάλαμε τα κράνη μας, μπήκαμε από ένα ασφαλές σημείο και αρχίσαμε να περπατάμε στον πάγο. Στο πρώτο κομμάτι οι κρεβάς φαίνονταν και δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος. Παραπάνω όμως το φρέσκο χιόνι που είχε πέσει, είχε κρύψει μερικές ρωγμές και μόνο από τα πλάγια καταλαβαίναμε ότι πιθανότατα υπήρχε τρύπα σε κάποια σημεία. Η ώρα είχε περάσει και είχε έρθει το απόγευμα. Ακόμη βρισκόμασταν πάνω στον παγετώνα και δεν είχαμε βρει κάποιο ασφαλές σημείο για να κατασκηνώσουμε. Η κούραση και το κρύο είχαν αρχίσει να μας καταβάλουν. Πηγαίνοντας όλο και πιο ψηλά, συνειδητοποιούσαμε ότι είχαμε πάρει μεγάλο ρίσκο να ανέβουμε μέχρι εδώ με όλα μας τα πράγματα. Πίστευα ότι θα υπήρχε ένα επίπεδο μέρος για να βάλουμε την σκηνή αλλά όσο πάνω και να πηγαίναμε δεν βρίσκαμε τίποτα. Είχαμε φτάσει σχεδόν στο τέλος του παγετώνα στα 4.000μ. και η κλίση του εδάφους παρέμενε κακή για κατασκήνωση. Πλέον είχαμε δυο επιλογές, ή να κατηφορίζαμε ξανά, ή να πηγαίναμε ακόμη πιο ψηλά προς ένα διάσελο που υπήρχε από πάνω μας. Χωρίς όμως να γνωρίζουμε αν και αυτό το σημείο θα ήταν κατάλληλο κατασκήνωση.
Είχαμε μια ώρα φως ακόμη και τελικά αποφασίσαμε να πάμε μέχρι το τέλος προς το διάσελο. Το έδαφος σε αυτό το σημείο ήταν πολύ απότομο και πέρα από το κρύο είχαμε και πρόβλημα με την ομίχλη. Ο ενθουσιασμός για αυτά που βλέπαμε γύρω μας είχε αρχίσει να αντικαθίσταται από την αγωνία. Δεν περιμέναμε ότι θα περπατούσαμε τόσες ώρες, ούτε ότι θα μας δυσκόλευε τόσο πολύ το βουνό. Εγώ είχα φτάσει στα όρια μου και ευτυχώς ο φίλος μου ήταν σε καλύτερη κατάσταση. Έτσι μπήκε μπροστά για να κάνει το τελευταίο απότομο σημείο. Σαν να μην έφτανε η απότομη κλίση, είδαμε ότι από τα δεξιά υπήρχε μια μεγάλη κρεβάς η οποία ερχόταν προς το μέρος μας και κρυβόταν κάτω από το φρέσκο χιόνι. Δυστυχώς δεν υπήρχε άλλο σημείο για να περάσουμε, ενώ από αριστερά τα πράγματα έδειχναν ακόμη χειρότερα. Τελικά έκανα μια πρόχειρη ασφάλεια και είπα στον φίλο μου να προχωρήσει. Κρατούσα το σχοινί τεντωμένο έτσι ώστε αν υποχωρούσε το χιόνι να προλάβαινε να κρατηθεί στην επιφάνεια. Τελικά πέρασε από το σημείο σχεδόν μπουσουλώντας με την ψυχή στο στόμα. Το χιόνι δεν υποχώρησε και είχε έρθει πλέον η σειρά μου να περάσω. Αφού πήγε πιο πάνω τέντωσε το σχοινί και ξεκίνησα να ανεβαίνω και εγώ. Ακολουθούσα πιστά τα βήματά του βυθίζοντας το πιολέ στο χιόνι. Φτάνοντας στο επικίνδυνο σημείο το πέρασα στα γρήγορα χωρίς να χρονοτριβώ. Είχαμε φτάσει και οι δύο με ασφάλεια στο διάσελο και για καλή μας τύχη είδαμε ότι υπήρχε και χώρος για να βάλουμε την σκηνή.
Ο ήλιος είχε χαμηλώσει στον ορίζοντα και το κρύο ήταν αρκετά έντονο. Αρχίσαμε να στήνουμε την σκηνή και πριν προλάβουμε να τελειώσουμε, άρχισε να χιονίζει και να φυσάει. Το βουνό μας έδειχνε τα δόντια του. Από την κούραση και το άγνωστο της περιοχής ήμασταν αρκετά νευρικοί. Ο χάρτης που είχαμε αγοράσει έδειχνε ότι πίσω από το διάσελο υπήρχε μια ήπια κατηφόρα, και αρκετά παρακάτω ένας πολύ μεγάλος παγετώνας. Στην πραγματικότητα όμως υπήρχε ένας γκρεμός με πέτρες στην αρχή και χώμα στην συνέχεια που έκανε την κατάβαση προς τον παγετώνα πολύ επικίνδυνη. Εκεί καταλάβαμε ότι το σχέδιο για να βγούμε από την πίσω μεριά είχε χαθεί. Βρισκόμασταν στα 4.100μ. δεν γνωρίζαμε καθόλου την περιοχή και δεν ξέραμε αν ο καιρός τις επόμενες μέρες θα έφτιαχνε ή θα χάλαγε. Από τη μια πλευρά του διάσελου, ξεκινούσε μια κορυφογραμμή που κατέληγε σε μια κορυφή με υψόμετρο λίγο πάνω από τα 4.700μ., και από την άλλη πλευρά μια άλλη κορυφογραμμή που κατέληγε στην κορυφή Τζιγκίντ.
Καθίσαμε για να συζητήσουμε τις επιλογές που είχαμε ενώ μαγειρεύαμε. Ένα ζεστό πιάτο φαγητό σε αυτό το υψόμετρο ήταν ότι έπρεπε. Αφού φάγαμε μπήκαμε στους υπνόσακους για να ζεσταθούμε και να ξεκουραστούμε. Είχαμε υπολογίσει το φαγητό ότι θα μας έφτανε για έξι μέρες αλλά σίγουρα δεν είχαμε πάρει αρκετό ούτε για αυτές τις μέρες. Τρώγαμε μόνο ένα πρωινό και μια σούπα το απόγευμα ενώ είχαμε μόνο δυο κονσέρβες. Αναμφισβήτητα είχαμε κάνει την χειρότερη εκτίμηση αναφορικά με το φαγητό. Δεν μπορούσαμε να μείνουμε άλλη μια μέρα γιατί ήδη ήμασταν τρεις μέρες μακριά από την αρχή της διαδρομής. Έτσι αποφασίσαμε την επόμενη το πρωί αν είχαμε δυνάμεις να κάνουμε μια μικρή βόλτα στην κορυφογραμμή και μετά να κατέβουμε.
Η χιονόπτωση κατά διαστήματα δυνάμωνε. Είχε σκοτεινιάσει και μάταια προσπαθούσα να κοιμηθώ. Η υπερένταση και η κούραση δεν με άφηναν να χαλαρώσω. Έμεινα όλο το βράδυ να σκέφτομαι και μόνο το πρωί όταν άρχισε να φεγγίζει, ένιωσα το σώμα μου να ξεκουράζεται. Έτσι με βρήκε η επόμενη μέρα ξάγρυπνο και με τα μάτια πρησμένα.
4η μέρα
Το επόμενο πρωί ο ήλιος ήταν λαμπρός. Μετά από τρεις άστατες μέρες ο ουρανός ήταν καθαρός και τίποτα δεν μαρτυρούσε ότι αυτό θα άλλαζε τουλάχιστον για σήμερα. Παρόλο τον καλό καιρό είπαμε να κρατήσουμε την απόφαση μας και να κατέβουμε από το βουνό. Χωρίς τα σύννεφα γύρω μας, μπορούσαμε να δούμε καθαρά που είχαμε κατασκηνώσει. Το διάσελο που είχαμε βάλει την σκηνή χώριζε δύο παγετώνες στη μέση. Αυτός που ήταν από την πίσω μεριά, ήταν ακόμη πιο μεγάλος από αυτόν που ανεβήκαμε και έμοιαζε απόκοσμος. Το γκρίζο του χρώμα και οι κρεβάς ψηλότερα συμπλήρωναν την τρομαχτική του όψη.
Μπορούσαμε να κάνουμε μια ακόμη διαδρομή με στόχο τα 4.500μ. αλλά ήμασταν αρκετά κουρασμένοι ενώ και η ανάσα μας μαρτυρούσε ότι ακόμη δεν είχαμε εγκλιματιστεί στα 4100μ. Έτσι είπαμε να μαζέψουμε τα πράγματα μας και να ξεκινήσουμε για την επιστροφή. Όση ώρα κάτσαμε στο διάσελο αποφάσισα να πάω λίγο παραπάνω για να δω καλύτερα την θέα. Ανεβαίνοντας πιο πάνω είδα ότι η απότομη πλαγιά που είχαμε ανέβει την χθεσινή μέρα λίγο πριν νυχτώσει ήταν όλη στην σκιά. Αμέσως σκέφτηκα ότι θα είχε παγώσει πολύ και κατέβηκα για να την ελέγξω. Οι φόβοι μου ήταν αληθινοί, η επιφάνεια του χιονιού είχε γίνει πάγος και σχεδόν δεν έμπαιναν μέσα τα κραμπόν. Επειδή δεν είχαμε παγόβιδες αλλά μόνο αλουμινογωνίες, οι οποίες δεν έμπαιναν στον πάγο, θα έπρεπε να περιμένουμε μέχρι να δει ο ήλιος την πλαγιά για να μαλακώσει λίγο την επιφάνεια. Έτσι μαζέψαμε τα πράγματα με την άνεση μας και λίγο πριν της δώδεκα ξεκινήσαμε.
Δεθήκαμε και περάσαμε ξανά πάνω από την κρυμμένη κρεβάς. Και αυτή την φορά το χιόνι άντεξε. Από αυτό το σημείο και πέρα η πλαγιά ήταν αρκετά απότομη και παγωμένη. Προσπαθούσαμε να ασφαλίζουμε ο ένας τον άλλο με το σχοινί και τα πιολέ. Ξέραμε ότι η ασφάλεια που κάναμε δεν ήταν η καλύτερη δυνατή και έτσι ήμασταν ακόμη πιο προσεκτικοί στο κάθε μας βήμα. Μας πήρε αρκετή ώρα για να κατέβουμε αλλά πλέον είχαμε φτάσει στον κύριο όγκο του παγετώνα που η κλίση ήταν ομαλή. Είχαμε ανακουφιστεί και συνεχίζαμε την πορεία μας δεμένοι. Λίγο παρακάτω μια κρυμμένη κρεβάς διέκοψε την χαλαρή μας διάθεση. Το χιόνι σε ένα σημείο υποχώρησε και ο φίλος μου βρέθηκε με τα πόδια στο κενό αλλά το βαρύ σακίδιο έκανε το σώμα του να ξαπλώσει προς τα πίσω. Αμέσως έκανα το σώμα μου πίσω για να τεντωθεί το σχοινί έτσι ώστε να μην πέσει μέσα. Ενστικτωδώς και με την βοήθεια της τύχης, όλα πήγαν καλά και με χαλαρές κινήσεις μπόρεσε να βγει από την τρύπα. Από κάτω είδε ότι δεν ήταν και τόσο μικρή κρεβάς, καθώς δεν φαινόταν το τελείωμα της αλλά μόνο το μαύρο κενό. Για το επόμενο κομμάτι μπήκα εγώ μπροστά μέχρι να βγούμε από τον παγετώνα. Στο κατέβασμα κινηθήκαμε για παραπάνω ώρα στον παγετώνα, μέχρι που αποφασίσαμε να βγούμε προς τις σάρες στα δεξιά μας.
Αφήναμε πίσω μας τα χιόνια έχοντας αποκομίσει αρκετή γνώση. Και οι δύο νιώθαμε την ανάγκη να συζητήσουμε για τα λάθη που είχαμε κάνει σε αυτή την πορεία, αλλά το αφήσαμε για αργότερα όταν θα ήμασταν χαλαροί. Η ορειβασία σε αυτά τα υψόμετρα και σε άγνωστα μέρη έχει πολλούς κινδύνους. Ειδικά όταν κανείς δεν γνωρίζει που βρίσκεσαι δεν πρέπει να γίνει κανένα λάθος. Πριν φύγουμε για το Καρακόλ, είχαμε μιλήσει με μια κοπέλα στην πρωτεύουσα του Κιργιστάν στο Μπισκέκ, η οποία μας εξήγησε κάποια πράγματα για τα βουνά. Ένα από τα σημαντικότερα ήταν για το θέμα της ασφάλειας. Η ιδέα ότι θα πηγαίναμε μόνοι μας δεν της άρεσε ιδιαίτερα, και μας ρώτησε αν είχαμε κάνει κάποια ιδιωτική ασφάλεια, σε περίπτωση που κάτι θα πήγαινε στραβά. Μας είπε επί λέξη ότι το Κιργιστάν είναι μια φτωχή χώρα και δεν θα μπορούσε να μας καλύψει τα ιατρικά μας έξοδα αν παθαίναμε κάτι. Βέβαια εμείς δεν μπορούσαμε να κάνουμε κάτι για αυτό και της είπαμε ότι απλά θα προσέχαμε. Το γραφείο με την ονομασία ITMC (http://itmc.travel/en) βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλευρά της πόλης και εκεί μπορεί κανείς να ρωτήσει πληροφορίες για τα βουνά της χώρας.
Οι σκέψεις που κάναμε κατεβαίνοντας διακόπηκαν απότομα όταν είδαμε το ποτάμι. Η αυξημένη θερμοκρασία είχε σαν αποτέλεσμα την υπερχείλιση του ποταμού, εξαιτίας των χιονιών που έλιωναν αλλά και των παγετώνων που κατέβαζαν πολύ νερό. Αναγκαστήκαμε να βγάλουμε τα παπούτσια μας και το παντελόνι και περάσαμε μέσα από το ποτάμι, το οποίο είχε ανοίξει σχηματίζοντας τρεις παραπόταμους. Μέχρι να το πάρουμε απόφαση, χάσαμε τουλάχιστον μισή ώρα, αφού καθόμασταν σαν τις γάτες που δεν θέλανε να μπουν στο νερό και το κοιτάζαμε. Τελικά ήταν μάλλον διασκεδαστικό.
Αφού περάσαμε και το τελευταίο εμπόδιο ακολουθήσαμε το μονοπάτι μέχρι το σημείο που είχαμε κατασκηνώσει πριν δυο βράδια στα 3.200μ. Για καλή μας τύχη πετύχαμε μια παρέα Ρώσων ορειβατών οι οποίοι μας πρόσφεραν φαγητό. Σε αυτά τα μακρινά μέρη είναι λίγο σπάνιο να σου προσφέρει κάποιος φαγητό, την στιγμή μάλιστα που δεν το έχεις ζητήσει. Τα παξιμάδια και το τυρί που μας έδωσαν μας ανέβασαν το ηθικό. Κάτσαμε για λίγη ώρα μαζί τους και μας είπανε ότι κάνανε 16 μέρες πεζοπορία ανάμεσα από κορυφές και παγετώνες. Είχαν μαζί τους τον ανάλογο εξοπλισμό γιατί σε πολλά σημεία αναγκάζονταν να κάνουν ραπέλ. Μας φάνηκε αρκετά δύσκολο αλλά τελικά με λίγη θέληση όλα είναι εφικτά. Αφού τους ευχαριστήσαμε πήγαμε στην σκηνή μας για να μαγειρέψουμε την σούπα μας.
Μακριά από τον παγετώνα νιώθαμε ασφάλεια. Η δύση είχε αρχίσει να “βάφει” τις γύρω κορυφές πορτοκαλί. Ακόμη και αυτή την ώρα όμως τα βουνά δεν ηρεμούσαν. Οι κατολισθήσεις έσπαγαν την σιωπή στην κατασκήνωση μας. Λίγο πιο μακριά υπήρχε μια παρέα η οποία είχε βάλει την σκηνή της δίπλα στον δεξιό παγετώνα κάτω από μια απότομη πλαγιά που έφτανε πάνω από τα 4.000μ. Εκεί δίπλα τους έγινε η μεγαλύτερη κατολίσθηση. Τρεις μεγάλοι βράχοι άρχισαν να κυλούν στην πλαγιά και σταμάτησαν δίπλα στο ποτάμι λίγα μέτρα μακριά από τις σκηνές τους. Αυτό βέβαια δεν τους πτόησε αφού δεν είδαμε καμία κίνηση για να φύγουν από αυτό το σημείο.
Όταν νύχτωσε μπήκαμε στην σκηνή αρκετά ευδιάθετοι αλλά και πεινασμένοι. Αυτό το βράδυ ήταν το πιο ήρεμο αφού δεν έβρεξε και μπορέσαμε να κοιμηθούμε καλά.
5η μέρα
Την πέμπτη μέρα ξεκινήσαμε αργά. Θα ακολουθούσαμε την ίδια διαδρομή μέχρι το Karakol Base Camp. Για πρωινό δεν είχαμε κάτι καλό να φάμε παρά μόνο σταφίδες. Κάτσαμε λίγη ώρα για να δούμε για τελευταία φορά την κορυφή Τζιγκίντ και μαζέψαμε την σκηνή. Κατεβαίνοντας προσέχαμε περισσότερο τους ορειβατικούς κούκους, με αποτέλεσμα να αποφύγουμε κάποια δύσκολα σημεία που είχαμε περάσει πριν τρεις μέρες. Το ποτάμι ήταν και σήμερα φουσκωμένο αλλά δεν θα χρειαζόταν να το διασχίσουμε. Ακολουθούσαμε την ροή του από την δεξιά πλευρά.
Λίγο πριν τελειώσει το αλπικό κομμάτι πετύχαμε άλλες δυο παρέες ορειβατών. Νομίζαμε ότι τα 25 κιλά σακίδια που είχαμε ότι ήταν βαριά, μέχρι που είδαμε κάποιους να κουβαλάνε σακίδια πάνω από 100 λίτρα. Έμοιαζαν σαν να κουβαλούσαν ένα μικρό ψυγείο στην πλάτη. Ο καθαρός καιρός, μας επέτρεπε να δούμε όλες τις γύρω κορυφές, που δεν είχαμε δει εξαιτίας της ομίχλης όταν ανεβαίναμε. Υπήρχαν πάρα πολλές επιλογές για περπάτημα σε διαφορετικά εδάφη. Αλπικές πλαγιές, βράχια για σκράμπλινγκ, σάρες και απότομοι γκρεμοί για σκαρφάλωμα. Όλες οι κορυφογραμμές στα δεξιά μας και στα αριστερά μας ξεπερνούσαν τα 3.000μ.
Μετά από περίπου 5 ώρες, φτάσαμε στα χαρακτηριστικό ξύλινο γεφύρι που σηματοδοτούσε το τέλος της χαράδρας που είχαμε ανέβει. Η ομορφιά μας είχε συνεπάρει αλλά η κούραση έκανε τα σώματα μας να αναζητούν ηρεμία. Φτάνοντας στο base camp στήσαμε την σκηνή και καθίσαμε κάτω από ένα δέντρο. Δίπλα μας έστησε μια μεγάλη παρέα Ισραηλινών. Αυτοί έκαναν ένα μεγάλο τρέκινγκ τεσσάρων ημερών, αποφεύγοντας τους παγετώνες. Μας είπαν ότι είχαν τελειώσει τον στρατό στην πατρίδα τους και ότι έκαναν ένα μεγάλο ταξίδι. Μετά το Κιργιστάν θα πήγαιναν στο Τατζικιστάν και στο Νεπάλ.
Το απόγευμα κάναμε μια βόλτα δίπλα στο ποτάμι, το οποίο σε αυτό το σημείο της κοιλάδας κυλάει ήρεμο. Ο ήλιος είχε αρχίσει να κρύβεται πίσω από τα βουνά. Τα λιγοστά φωτάκια άναβαν το ένα μετά το άλλο στην κατασκήνωση και η ησυχία είχε αρχίσει να απλώνεται παντού. Πριν κοιμηθούμε φάγαμε για ακόμη μια φορά σούπα και αφού είδαμε την πανσέληνο πέσαμε για ύπνο.
6η μέρα
Είχαμε φτάσει στην τελευταία μέρα πεζοπορίας με προορισμό το Καρακόλ. Το πρωί μας περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη. Αρκετοί πεζοπόροι είχαν αφήσει τα σκουπίδια τους στην περιοχή, άλλα μισοκαμμένα και άλλα μέσα σε σακούλες. Ορισμένοι άνθρωποι, σκεπτόμενοι ότι δεν θα ξαναέρθουν ποτέ ξανά σε αυτό το μέρος, μάλλον δεν νοιάζονται για τα σημάδια που αφήνουν πίσω τους. Πως γίνεται τώρα ένας ορειβάτης να μην ενδιαφέρεται για το περιβάλλον, ενώ κοπιάζει τόσο πολύ για να δει αυτά τα μέρη είναι αρκετά περίεργο.
Ετοιμάσαμε για ακόμη μια φορά τα σακίδια μας και ξεκινήσαμε. Αντικρίσαμε για τελευταία φορά την κοιλάδα και αναρωτηθήκαμε αν θα ερχόμασταν ξανά σε αυτό το μέρος. Ο ήλιος έκαιγε αρκετά και όσο χάναμε υψόμετρο η θερμοκρασία ανέβαινε. Είχαμε ξεχάσει τις τελευταίες μέρες τι σημαίνει ζέστη. Σε όλη την διαδρομή κάναμε μόνο μια στάση για να πιούμε νερό. Αν και κινούμασταν μέσα στο δάσος δεν είχε παντού σκιά. Μαζί με εμάς κατηφόριζαν αρκετές παρέες.
Μετά από περίπου τρεις ώρες φτάσαμε στο σπασμένο ξύλινο γεφύρι. Εκεί κάναμε ένα μεγάλο λάθος. Αντί να κάτσουμε μαζί με τους υπόλοιπους πεζοπόρους και να περιμένουμε τα μικρά λεωφορεία για να μας κατεβάσουν στο Καρακόλ, συνεχίσαμε το περπάτημα για να πάμε πιο χαμηλά. Η επιλογή που κάναμε ήταν τραγική. Όσα λεωφορεία κατεβαίναν από το βουνό, ήταν γεμάτα και δεν σταματούσε κανένα να μας πάρει. Αν και νομίζαμε ότι το φυλάκιο ήταν κοντά, τελικά αυτό απείχε πάνω από μια ώρα από το γεφύρι. Το αποτέλεσμα ήταν να περπατήσουμε παραπάνω από μια ώρα, κάτω από τον ήλιο μέσα στο μεσημέρι και την ζέστη. Σε αυτό το τελευταίο περπάτημα δεν περάσαμε καθόλου καλά. Τελικά με πολύ υπομονή και με τα νεύρα μας στο όριο φτάσαμε στο φυλάκιο. Ήταν μια όαση μέσα στο μεσημέρι. Εκεί παρακαλέσαμε έναν νεαρό φύλακα να μας καλέσει ένα ταξί. Του δώσαμε χρήματα για το τηλεφώνημα και δεν τα δέχτηκε. Για να μας βοηθήσει μας έβγαλε δυο καρέκλες για να ξεκουραστούμε. Μας είπε ότι είχε τελειώσει τον στρατό εδώ και λίγο καιρό και ότι θα δούλευε για λίγο σε αυτό το φυλάκιο. Οι φύλακες ήταν ευγενικοί αλλά δεν μπορούσαμε να πούμε και πολλά επειδή δεν μιλούσαν αγγλικά. Μαζί με τους φύλακες ζούσε και ένα μικρό τυφλό σκυλάκι. Τα μάτια του ήταν θολά και σε κάθε του βήμα σκόνταφτε. Προσπαθούσε να κινηθεί στον χώρο μυρίζοντας. Του μιλούσαμε και αυτό κοιτούσε προς εμάς με περιέργεια αλλά δεν καθόταν να το χαϊδέψουμε. Κάτσαμε στο φυλάκιο άλλη μισή ώρα μέχρι που ήρθε το ταξί. Τους ευχαριστήσαμε και φύγαμε για το Καρακόλ.
Είχαν περάσει 6 μέρες. Κάναμε περίπου 15 χλμ. τη μέρα. Συνολικά περπατήσαμε περίπου 100 χλμ. με τα περισσότερα από αυτά να γίνονται σε αλπικό κομμάτι και σε υψόμετρο μεταξύ 2.000μ. και 4.100μ. Οι εικόνες που αντικρίσαμε άξιζαν με το παραπάνω όλα όσα περάσαμε. Η περιοχή είναι μια παιδική χαρά για ορειβάτες. Μπορεί στην Ελλάδα να έχουμε μόνο ένα βουνό που σχεδόν αγγίζει τα 3.000μ. αλλά εδώ σχεδόν κανείς δεν ασχολείται με τα βουνά που φτάνουν τα 3.000μ. Οι περισσότεροι πηγαίνουν σε αυτά που ξεπερνούν τα 4.000μ.
Το ψηλότερο βουνό της χώρας είναι η Πομπέντα με υψόμετρο 7.495μ. Είναι ένα από τα δυσκολότερα βουνά σε αυτό το υψόμετρο. Μας είπαν ότι λίγοι το ανεβαίνουν κάθε χρονιά, ενώ δυστυχώς είναι το βουνό που μετράει και τους περισσότερους νεκρούς ορειβάτες. Συγκεκριμένα μας είπαν ότι οι Ρώσοι έχουν την φήμη των παράτολμων ορειβατών. Πολλοί Ρώσοι πέθαναν σε αυτό το βουνό, γιατί υποεκτιμούσαν την δυσκολία του και το δοκίμαζαν χωρίς τον κατάλληλο εξοπλισμό. Εκτός από την Πομπέντα υπάρχουν ακόμη δύο κορυφές με υψόμετρο στα 7.000μ. η κορυφή Λένιν και η Καν Τένγκρι. Μέχρι τα μέσα Αυγούστου στην κορυφή Καν Τένγκρι είχαν πεθάνει δύο ορειβάτες ένας Τούρκος και ένας Βούλγαρος. Η Λένιν θεωρείται η πιο εύκολη κορυφή σε αυτό το υψόμετρο, ενώ η Καν Τένγκρι δεν είναι εύκολη. Μόνο στο base camp της κορυφής Λένιν μπορεί να πάει κάποιος σχετικά εύκολα. Για τις άλλες δυο κορυφές οι περισσότεροι πάνε με ελικόπτερο του στρατού. Οι περισσότεροι ορειβάτες που ανεβαίνουν σε αυτά τα υψόμετρα κάνουν εγκλιματισμό στις χώρες τους. Ωστόσο κάποιοι που δεν έχουν ψηλά βουνά επιλέγουν να περπατήσουν μέχρι τα base camp για να συνηθίσουν το υψόμετρο. Σε αυτές τις περιπτώσεις κάνουν αρκετές μέρες μέχρι να φτάσουν.
Η περιοχή ανάμεσα στο Κιργιστάν και την Κίνα είναι απομονωμένη και δεν υπάρχουν περιθώρια λάθους σε αυτές τις πορείες. Στα βουνά με υψόμετρο μέχρι τα 6.000μ. δεν χρειάζεται να πάρει κάποιος άδεια. Ωστόσο γι αυτά που ξεπερνούν τα 6.000μ., χρειάζεται άδεια. Η πιο συνηθισμένη κορυφή για ορειβασία είναι η Λένιν. Η άδεια δεν κοστίζει πολλά χρήματα ενώ για να βγει χρειάζεται περίπου μια βδομάδα. Οι περισσότεροι επιλέγουν να πάνε με κάποια εταιρία στο βουνό. Λίγοι είναι αυτοί που πάνε αυτόνομα στην περιοχή. Ένα πράγμα που μας είπε ένας ορειβάτης που μόλις είχε γυρίσει από την περιοχή, είναι ότι οι εταιρίες δεν είναι αρκετά ξεκάθαρες για το κρύο που έχει στην κορυφή. Δεν λένε ότι χρειάζεται πουπουλένια στολή για να αντέξει κάποιος το κρύο σε αυτό το υψόμετρο, και πολλοί είναι αυτοί που υποεκτιμούν τις κλιματικές συνθήκες στο βουνό. Από τα 6.000μ. και πάνω το κρύο είναι τσουχτερό και αρκετοί άνθρωποι αποκτούν σοβαρά κρυοπαγήματα, εξαιτίας του κακού εξοπλισμού. Και σε αυτό το κατά τα άλλα εύκολο βουνό έχουν πεθάνει αρκετοί ορειβάτες. Οι ψηλότερες κορυφές στο Καρακόλ ίσα που ξεπερνούν τα 5.000μ. αλλά σε καμία περίπτωση δεν θεωρούνται εύκολες. Ειδικά η κορυφή Καρακόλ είναι μια από τις πιο δύσκολες και λίγοι είναι αυτοί που την ανεβαίνουν.
Αν επιλέξει κάποιος να πάει σε μια ψηλή κορυφή καλό θα είναι να σκεφτεί την επιλογή των εταιριών. Υπάρχουν και κάποια πακέτα τα οποία είναι σχετικά οικονομικά και προσφέρουν μια ασφάλεια στο βουνό. Μια από τις πιο γνωστές εταιρίες είναι η “ak sai travel” (https://www.ak-sai.com/), που βρίσκεται στην πρωτεύουσα (Μπισκέκ). Οι άνθρωποι έχουν μεγάλη εμπειρία και είναι εξυπηρετικοί. Μας βοήθησαν αρκετά για να επιλέξουμε μια κορυφή στο κεντρικό Κιργιστάν, χωρίς να προσπαθήσουν να μας πείσουν να πληρώσουμε οδηγό. Σε γενικές γραμμές δύο επιλογές έχει κάποιος στην ορειβασία: Η επιλογή της αυτόνομης πορείας, με όλους τους κινδύνους που εγκυμονεί και η πληρωμή μιας εταιρίας, όπου η ασφάλεια ανεβαίνει κατακόρυφα. Εμείς στην βόλτα που κάναμε, επιλέξαμε αυτονομία, γιατί μας αρέσει η λογική να μπορεί κάποιος να δει μέχρι που μπορεί να φτάσει με τις δικές του δυνάμεις. Αυτό όμως σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει ότι είναι και ότι καλύτερο, ειδικά σε μια περιοχή με αυξημένους κινδύνους.
Καρακόλ (Πρτσέβαλσκ)
Το Καρακόλ βρίσκεται στο βορειοανατολικό Κιργιστάν και είναι η πόλη από την οποία περνούν οι ορειβάτες που θέλουν να επισκεφτούν τα βουνά της περιοχής. Βορειότερα από την πόλη βρίσκεται η μεγαλύτερη λίμνη της χώρας “Issyk Kul”, την οποία τους καλοκαιρινούς μήνες την επισκέπτονται χιλιάδες τουρίστες και ντόπιοι για να κάνουν μπάνιο. Το μέγεθος της λίμνης προκαλεί δέος και μοιάζει με θάλασσα, αν και στην πραγματικότητα το Κιργιστάν, είναι η χώρα με την μεγαλύτερη απόσταση παγκοσμίως από την θάλασσα. Το Καρακόλ είναι απλωμένο, όπως και οι περισσότερες πόλεις της χώρας και ο πληθυσμός ξεπερνάει για λίγο τις 60.000. Τα περισσότερα κτίρια είναι παλιά. Τις βραδινές ώρες δεν υπάρχει φωτισμός στα περισσότερα σημεία της πόλης. Σε πολλούς αυτό δεν αρέσει αλλά σε εμάς μας φάνηκε ενδιαφέρον και οικολογικά σωστό. Μπορούσαμε να περπατάμε το βράδυ και να βλέπουμε τα αστέρια. Βέβαια για να μην μας πατήσει κανένα αμάξι είχαμε και έναν φακό.
Οι άνθρωποι είναι φιλικοί και σε καμία περίπτωση δεν αντιμετωπίσαμε κάποιο πρόβλημα. Η μεγαλύτερη πρόκληση στην πόλη ήταν η συνεννόηση. Σχεδόν κανείς δεν μιλάει αγγλικά οπότε κάθε φορά που θέλαμε να ρωτήσουμε κάτι δίναμε μια μικρή μάχη. Αρκετοί χρησιμοποιούσαν το μεταφραστικό στα κινητά τους για να βγάλουμε άκρη. Προσπαθώντας να επικοινωνήσουμε αρχίσαμε να χρησιμοποιούμε και νοήματα με τα χέρια. Κάτι που δεν κάνουμε σχεδόν ποτέ στην χώρα μας. Κάποιοι μας συμβούλεψαν να προσέχουμε τις βραδινές ώρες γιατί κυκλοφορούν μεθυσμένοι. Το διαπιστώσαμε και οι ίδιοι αλλά δεν είχαμε κάποιο άσχημο περιστατικό. Απέναντι από το χόστελ που μέναμε υπήρχε μια ομάδα άστεγων αντρών αλλά δεν ενοχλούσαν κανέναν. Αυτή ήταν η πιο στενάχωρη εικόνα στην πόλη.
Στο κέντρο και στο βόρειο μέρος της πόλη υπάρχουν οι σταθμοί των μικρών λεωφορείων. Ο επίσημος σταθμός είναι αυτός στα βόρεια. Δίπλα στον σταθμό του κέντρου βρίσκεται και το παζάρι. Τα περισσότερα προϊόντα που πωλούνται είναι κινέζικα.
Το φαγητό είναι νόστιμο και οικονομικό. Με 4 ευρώ τρώνε δύο άτομα σε εστιατόριο. Δοκιμάσαμε τα περισσότερα φαγητά που υπήρχαν και τρώγαμε και από πλανόδιους στον δρόμο. Το κλασικό τους γεύμα είναι τα νουντλσ και η πίτα με κιμά και κρεμμύδια Προσπαθήσαμε αρκετά να φάμε μια πίτα χωρίς κρέας αλλά ήταν αδύνατο να βρούμε μια απλή τυρόπιτα. Ενδιαφέρον έχουν και τα μικρά μαγαζάκια στο κέντρο της πόλης που σερβίρουν πρωινό. Ακόμη και το πρωί τα νουντλσ είχαν την τιμητική τους μαζί με τσάι και πιροσκί χωρίς γέμιση.
Τα βουνά βρίσκονται λίγα λεπτά μακριά με αυτοκίνητο. Από την πόλη βλέπεις πολλές ψηλές κορυφές και χιόνια. Ο καλύτερος τρόπος για να πάει κάποιος στα βουνά είναι τα ταξί. Τα ταξί είναι οικονομικά και ξέρουν ακριβώς τα σημεία που ξεκινούν οι ορειβατικές διαδρομές. Καλό είναι να γίνεται η συνεννόηση για το κόμιστρο της διαδρομής πριν την έναρξη της. Όσες φορές πήραμε ταξί κανένας δεν προσπάθησε να μας κλέψει. Ακόμη και τις φορές που δώσαμε παραπάνω χρήματα από κακή συνεννόηση μας έδωσαν τα χρήματα πίσω.
Στο Καρακόλ υπάρχουν αρκετά ξενοδοχεία και χόστελ. Τα χόστελ έχουν κοιτώνες όσο και κανονικά δωμάτια.
Ορειβασία στο κεντρικό Κιργιστάν, “Ala Archa”
Από το Μπισκέκ μπορούμε να βρεθούμε με αυτοκίνητο σε 45 λεπτά στο εθνικό πάρκο “Ala Archa”. Σε αυτό το γεωγραφικό σημείο βρίσκονται αρκετές κορυφές με υψόμετρο που πλησιάζει τα 5.000μ. Η ψηλότερη κορυφή είναι η Semenova στα 4.875μ.
Τα ταξί και τα λεωφορεία ανεβάζουν τους επισκέπτες μέχρι το ορειβατικό σαλέ που λειτουργεί και σαν καταφύγιο. Διαθέτει εστιατόριο και δωμάτια για δύο ή και περισσότερα άτομα. Η διαμονή κοστίζει 10 ευρώ το άτομο στα ομαδικά δωμάτια. Από έξω επιτρέπεται η κατασκήνωση με κόστος 4 ευρώ ανά σκηνή. Παρόλα αυτά το μέρος δεν είναι το καταλληλότερο για κατασκήνωση. Οι περισσότεροι επιλέγουν τα δωμάτια.
Από αυτό το σημείο ξεκινούν και τα μονοπάτια για τα βουνά. Η πιο συνηθισμένη διαδρομή είναι αυτή που οδηγεί σε έναν καταρράκτη που βρίσκεται στα 2.500μ. περίπου. Λίγο παραπάνω από το σαλέ υπάρχουν πολλές ορειβατικές ταμπέλες που δείχνουν τις διάφορες πορείες.
Εμείς επιλέξαμε να πάμε μέχρι το ορειβατικό καταφύγιο που βρίσκεται στα 3.200μ. και είναι κοντά στις ψηλές κορυφές. Η διαδρομή διαρκεί περίπου τρεις ώρες. Μέχρι τον καταρράκτη το μονοπάτι είναι εμφανέστατο. Μόνο σε ορισμένα σημεία κάνει κάποιες μικρές διακλαδώσεις που οι περισσότερες απλά κόβουν δρόμο. Λίγη προσοχή χρειάζεται όταν φτάσουμε τα 20 λεπτά περπάτημα. Ένα μικρό μονοπάτι κατηφορίζει προς το ποτάμι δεξιά και είναι λάθος να το ακολουθήσουμε. Γενικά το κεντρικό μονοπάτι είναι μεγάλο. Η διαδρομή έχει θέα σε μια μεγάλη κοιλάδα στα δεξιά και σε ένα ποτάμι ακριβώς κάτω από το μονοπάτι. Μέχρι τον καταρράκτη η χάραξη είναι ήπια. Από εκεί και πέρα το μονοπάτι αγριεύει πολύ. Η κλίση αυξάνεται απότομα και σε αρκετά σημεία οι πέτρες δυσκολεύουν το περπάτημα. Υπάρχουν και δυο μικρά περάσματα με βράχια που σε περίπτωση βροχής χρειάζονται λίγη προσοχή. Ανεβαίνοντας όλο και πιο ψηλά στα δεξιά μας βλέπουμε έναν παγετώνα. Το μονοπάτι κινείται σε μια πλαγιά που φαίνεται να έχει σκαφτεί από τον παγετώνα πριν πολλά χρόνια.
Στο τέλος της απότομης πλαγιάς φτάνουμε στην είσοδο του καταφυγίου. Περνάμε μια υποτυπώδη πύλη και μπαίνουμε στον ιδιόκτητο χώρo. Για να στήσει κάποιος σκηνή εδώ θα πρέπει να πληρώσει 4 ευρώ ενώ μπορεί να μείνει και μέσα στο καταφύγιο. Δίπλα στο καταφύγιο βρίσκεται ένας καταρράκτης από τον οποίο όλοι πίνανε νερό. Από εκεί βάζαμε και εμείς νερό, αλλά χρησιμοποιούσαμε και φίλτρο αφού είδαμε η πορεία που έκανε το ποτάμι ήταν αρκετά μεγάλη.
Η περιοχή είναι αρκετά άγρια. Παντού τριγύρω μας υπήρχαν βραχώδεις κορυφές και μόνιμα χιόνια. Προς την πλευρά του παγετώνα βρισκόταν η κορυφή Boks. Αν και είναι λίγο πάνω από τα 4.000μ. δεν θεωρείται εύκολη. Αρκετές άλλες κορυφές ήταν κρυμμένες λίγο πιο μακριά. Οι πιο γνωστές είναι η Semenova, η Izyskatel, η Korona και η Uchityel. Η κορυφή Uchityel είναι η πιο εύκολη κορυφή με υψόμετρο 4.552μ. Από τη μία της πλευρά δεν έχει χιόνια οπότε αποτελεί και την πιο συνηθισμένη ορειβατική επιλογή. Οι περισσότεροι ορειβάτες ξεκινούν για την κορυφή με βάση το καταφύγιο. Οι υπόλοιπες κορυφές χρειάζονται αναρρίχηση. Αν και οι κορυφές δεν είναι οι ψηλότερες της χώρας, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι και εύκολες. Στην είσοδο της κατασκήνωσης έχουν τοποθετηθεί αρκετές “πλάκες” στη μνήμη των ορειβατών που έχουν χάσει την ζωή τους στην περιοχή.
Εξαιτίας μιας έντονης αδιαθεσίας δεν είχαμε την δυνατότητα να εξερευνήσουμε την περιοχή. Σίγουρα όμως το μέρος αποτελεί μια καλή πρόταση για ορειβασία και εξερεύνηση.
Η θερμοκρασία ακόμη και μέσα στον Αύγουστο μπορεί να κατέβει κάτω από τους μηδέν βαθμούς. Τον δεκαπενταύγουστο βρισκόμασταν στα 2.100μ. και το βράδυ η σκηνή είχε παγώσει. Οι ορειβάτες που κατέβαιναν εκείνη τη μέρα από το βουνό μας είπαν ότι από τα 2.300μ. και πάνω χιόνιζε. Ο εξοπλισμός που θα πρέπει να έχει κάποιος μαζί του θα πρέπει να διαθέτει ζεστά ρούχα και η σκηνή να αντέχει στην βροχή και τους δυνατούς ανέμους. Στο καταφύγιο στα 3.200μ. θα πρέπει να είμαστε αρκετά προσεκτικοί στην τοποθέτηση της σκηνής. Δεν υπάρχουν αρκετά καλά σημεία για να μπει μια σκηνή, οπότε κάποιοι κατασκηνώνουν πολύ κοντά στις απότομες πλαγιές. Πάνω από τον καταρράκτη με τα εκτεθειμένα βράχια περνάνε άγρια ζώα. Το ξημέρωμα είχαμε την τύχη να δούμε ένα κοπάδι από αγριόγιδα να περνάνε ακριβώς πάνω από το σημείο που οι ορειβάτες έβαζαν νερό.
Σε σχέση με τα βουνά στο Καρακόλ εδώ υπήρχαν αρκετοί ορειβάτες. Για κάποιον που θέλει να κάνει τις πρώτες του διαδρομές σε υψόμετρα που δεν υπάρχουν στην Ελλάδα, αποτελεί έναν πολύ καλό προορισμό. Η σημαντικότερη δυσκολία είναι το περπάτημα σε τόσο ανώμαλο έδαφος. Χρειάζεται προσοχή για να μην “γυρίσει” κάποιο πόδι αλλά και υπομονή. Επίσης καλό είναι να υπάρχει χρόνος για εγκλιματισμό.
Μπισκεκ
Το Μπισκέκ είναι η πρωτεύουσα του Κιργιστάν και βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της χώρας. Η πόλη είναι αρκετά απομονωμένη, αφού νότια από αυτήν αλλά και στα ανατολικά υπάρχουν ψηλές κορυφογραμμές. Τους χειμερινούς μήνες, ο ψηλότερος δρόμος που αγγίζει τα 3.800μ. κλείνει από τα χιόνια και πολλές φορές κόβεται η επικοινωνία από τον βορρά στον νότο. Παλαιότερα το Μπισκέκ αποτελούσε σταθμό για τα καραβάνια που ακολουθούσαν τον δρόμο του μεταξιού.
Τα περισσότερα κτίρια χτίστηκαν τα χρόνια που η πόλη ανήκε στην Σοβιετική ένωση. Σήμερα αν περπατήσει κάποιος στους δρόμους της πόλης, θα δει αρκετά νέα κτίρια να χτίζονται. Ειδικότερα στο κέντρο όπου υπάρχουν και μοντέρνα καφέ όπως και εστιατόρια, αλλά και μεγάλα εμπορικά κέντρα. Παρόλα αυτά υπάρχει και αρκετή φτώχεια.
Το Μπισκέκ αποτελεί τον πρώτο σταθμό των ορειβατών που επισκέπτονται την χώρα. Εδώ βρίσκονται αρκετά μαγαζιά με ορειβατικά είδη, όπως και τα γραφεία τουριστικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στο χώρο της ορειβασίας.
Κοιτώντας νοτιότερα από το κέντρο της πόλης, είναι εμφανή τα βουνά τα οποία έχουν χιόνια όλο τον χρόνο, ενώ υπάρχουν και αρκετοί παγετώνες. Μισή ώρα χωρίζει το κέντρο της πόλης από το πάρκο Ala Archa με αυτοκίνητο. Φτάνοντας στην είσοδο του πάρκου και μετά από δύο με τρεις ώρες πεζοπορίας, μπορεί να βρεθεί κάποιος σε υψόμετρο 3.200μ. Εκτός από αυτό το σημείο υπάρχουν και αρκετές άλλες κορυφές για εξερεύνηση.
Η διανυκτέρευση στην πρωτεύουσα είναι αρκετά οικονομική. Ειδικότερα στα Χόστελ όπου μπορεί να μείνει κάποιος με λιγότερο από 8 ευρώ το βράδυ. Το φαγητό είναι και αυτό φθηνό και νόστιμο. Μετρό δεν υπάρχει στο κέντρο αλλά υπάρχουν λεωφορεία και πολλά ταξί. Η μεταφορά με τα ταξί είναι η καλύτερη λύση.
Ο κεντρικός σταθμός των λεωφορείων βρίσκεται στα βορειοδυτικά της πόλης. Από εκεί φεύγουν τα λεωφορεία για το Καρακόλ. Πλησιάζοντας στον σταθμό υπάρχουν και πολλά μικρά λεωφορεία με τους γνωστούς “κράχτες”, οι οποίοι προσπαθούν να βρουν πελάτες έτσι ώστε να γεμίσουν τα λεωφορεία και να ξεκινήσουν. Ο επίσημος σταθμός είναι σε ένα περιφραγμένο χώρο.
Τα περισσότερα μουσεία της πόλης κατά την επίσκεψή μας ήταν κλειστά. Αξίζει να δει κανείς το παζάρι της Οσ στην δυτική πλευρά. Εκεί υπάρχουν πολλά μαγαζάκια με ρούχα και αναμνηστικά, ενώ δίπλα υπάρχει και ένα σκεπασμένο κτίριο με φαγητά, ξηρούς καρπούς και φρούτα. Ενδιαφέρον έχουν τα σκληρά τυριά με γεύση μυτζήθρας.
Το Μπισκέκ δεν είναι μια τουριστική πόλη αλλά μπορεί να λειτουργεί σαν βάση για όσους θέλουν να επισκεφτούν τα βουνά της περιοχής.
κείμενο – φωτογραφίες: Πάνος Μπαμπαλούκας
επιμέλεια: Λάζαρος Τριανταφυλλίδης