Η Μεγάλη και η Μικρή Ζήρεια αποτελούν τα κυριότερα βουνά της ορεινής Κορινθίας. Μεταξύ τους χωρίζονται από την κοιλάδα της Φλαμπουρίτσας, ενώ σε κοντινή απόσταση βρίσκονται δύο φυσικές λίμνες, η Στυμφαλία και η λίμνη Δασίου, καθώς και η τεχνητή λίμνη Δόξας.
Στη Μεγάλη Ζήρεια μπορεί να ανέβει κανείς ακολουθώντας κάποιο από τα μονοπάτια, που έχουν ανοιχθεί στις πλαγιές της, ή από τους δασικούς δρόμους, που φτάνουν πολύ κοντά στην κορυφή. Επιπλέον, αποτελεί έναν αξιόλογο προορισμό για τους οπαδούς της ορεινής ποδηλασίας με πολλές επιλογές. Ο δρόμος που προσεγγίζει την κορυφή του βουνού ξεπερνάει σε υψόμετρο τα 2.200μ.
Στην πραγματικότητα, οι δρόμοι που διασχίζουν το αλπικό τμήμα του βουνού δεν έχουν λόγο ύπαρξης, ενώ αλλοιώνουν και το φυσικό τοπίο. Αυτοί οι δρόμοι χρησιμοποιούνται από τους λιγοστούς κτηνοτρόφους και δυστυχώς από πολλούς ανθρώπους που θεωρούν ότι η ανάβαση ενός βουνού με τζιπ είναι κάτι extreme.
Χρήσιμοι θα ήταν σε περίπτωση που ανοίγονταν με σκοπό να μπορούν οι άνθρωποι, που έχουν κινητικά προβλήματα να επισκεφτούν μια αλπική περιοχή. Σε αρκετά βουνά του εξωτερικού υπάρχουν μονοπάτια, τα οποία προσφέρονται για όλους τους ανθρώπους, όπως και γι’ αυτούς που έχουν προβλήματα κίνησης. Βέβαια, εδώ οι άνθρωποι δεν μπορούν να περπατήσουν ούτε στα πεζοδρόμια, αφού η κουλτούρα του έλληνα οδηγού θέλει τα πεζοδρόμια να χρησιμοποιούνται ως πάρκινγκ.
Σε πολλά βουνά ανά την Ελλάδα, τα παλιά μονοπάτια έχουν καταστραφεί και τη θέση τους κατέλαβαν οι δασικοί δρόμοι. Ως ένα σημείο, είναι αποδεκτό και χρήσιμο να υπάρχουν κάποιοι δρόμοι μέσα στα δάση για λόγους πυροπροστασίας και για υλοτομία. Αλλά στα αλπικά τμήματα καλό θα ήταν να σταματούσε αυτή η κακή συνήθεια της διάνοιξης νέων δρόμων και να επιτρεπόταν η κίνηση σε αυτούς μόνο σε πεζοπόρους και ποδηλάτες, μέχρι η φύση να τους κλείσει.
Στη Μεγάλη Ζήρεια υπάρχουν δύο ορεινά καταφύγια, τα οποία επίσης προσεγγίζονται από δρόμο.
Ανάβαση
Αποφασίσαμε να ανέβουμε στο βουνό ακολουθώντας τον δασικό δρόμο, που ξεκινάει από το χωριό Κυλλήνη, στο ανατολικό τμήμα του βουνού και πολύ κοντά στη Μικρή Ζήρεια και στην λίμνη Στυμφαλία. Ακριβώς από πάνω δεσπόζει η κορυφή με την ονομασία «Βουνό της Ντουσιάς», όπως και η ψηλότερη κορυφή της Μικρής Ζήρειας η οποία είναι ανώνυμη.
Ξεκινήσαμε την Κυριακή το βράδυ με σκοπό να κοιμηθούμε λίγο έξω από το χωριό. Φτάνοντας στην περιοχή, αποφασίσαμε να ψάξουμε το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία και να κατασκηνώσουμε έξω από αυτό. Ανηφορίσαμε σε έναν χωματόδρομο, ο οποίος φαινόταν να βγάζει στο σωστό σημείο, αλλά η κατάσταση του ήταν πολύ άσχημη και έτσι σταματήσαμε την ανάβαση για να γυρίσουμε πίσω στο χωριό.
Μια απροσεξία όμως έφερε τα πάνω κάτω στην διάθεσή μας. Είχαμε τοποθετήσει τα ποδήλατά μας στην ειδική σχάρα στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου και την ώρα της αναστροφής κατάφερα να τα ακουμπήσω στο χώμα στα πλάγια του δρόμου. Η επαφή είχε ως αποτέλεσμα να στραβώσουν μία ρόδα, ο εξωτερικός δίσκος του βραχίονα και το μπροστινό σαζμάν.
Μετά το πρώτο σοκ αποφασίσαμε να κάνουμε κάτι γι’ αυτό. Η πρώτη ενέργεια ήταν να δούμε τι επιδιορθώνεται. Ο δίσκος και το σαζμάν σίγουρα θα φτιάχνονταν αλλά ο τροχός έμοιαζε εντελώς κατεστραμμένος. Έτσι στην τρέλα μας τον βάλαμε κάτω και αρχίσαμε να χοροπηδάμε πάνω του μπας και γίνει το θαύμα. Ένα θαύμα που δεν ήρθε ποτέ.
Μπορεί να μην τον φτιάξαμε ποτέ, αλλά η εικόνα δύο ανθρώπων να χοροπηδούν πάνω σε μια ρόδα στις δώδεκα η ώρα το βράδυ, σε έναν λόφο κοντά στην λίμνη της Στυμφαλίας σίγουρα θα κέρδιζε ένα βραβείο σουρεαλισμού. Μετά την μικρή θεατρική παράσταση η λογική κυριάρχησε και αποφασίσαμε να κατέβουμε με σκοπό να κοιμηθούμε κοντά στο Κιάτο για να αγοράσουμε μια καινούργια ρόδα το πρωί.
Έτσι το πρωί βρεθήκαμε να αγναντεύουμε την θάλασσα. Αφού βρήκαμε ένα ποδηλατάδικο, αγοράσαμε μια καινούργια ζάντα, επιδιορθώσαμε τις ζημιές και ξεκινήσαμε να ανηφορίζουμε για δεύτερη φορά.
Φτάνοντας στο χωριό Κυλλήνη αφήσαμε το αυτοκίνητο λίγο έξω από αυτό σε μία πηγή, από όπου έτρεχε άφθονο νερό. Ένας χωρικός μας ενημέρωσε ότι η πηγή αυτή βγάζει νερό καθ’ όλη την διάρκεια του έτους. Ετοιμάσαμε τα ποδήλατα και ξεκινήσαμε την ανάβαση.
Ακολουθήσαμε τον κεντρικό δρόμο περνώντας μέσα από το χωριό και πάνω από την πλατεία, όπου έπαιζαν μερικά παιδιά. Μετά από τα τελευταία σπίτια, ο ασφάλτινος δρόμος γινόταν τσιμεντένιος και ύστερα χωμάτινος. Η κλίση του εδάφους ήταν ανεκτή και ο δρόμος σε σχετικά καλή κατάσταση. Σε αυτό το υψόμετρο το τοπίο είχε τα χαρακτηριστικά της μεσογειακής βλάστησης, με πολλούς θάμνους και την κλασική χαλέπιο πεύκη. Λίγο πιο πάνω κυριαρχούσαν οι θάμνοι και οι βελανιδιές. Ποδηλατώντας, αντιληφθήκαμε ότι αυτή διαδρομή τους καλοκαιρινούς μήνες θα ήταν σκέτη κόλαση, αφού δεν υπήρχε σκιά ούτε για δείγμα.
Σύντομα φτάσαμε στην πρώτη διακλάδωση. Ένας δρόμος συνέχιζε δεξιά ενώ ο δικός μας ευθεία. Λίγα μέτρα παραπάνω, στον δεξιό δρόμο, υπήρχε μια πετρόχτιστη πηγή, από όπου δεν ανάβλυζε νερό.
Συνεχίσαμε ευθεία, παίρνοντας συνεχώς ύψος. Το χωριό πλέον δεν φαινόταν, αλλά ήταν ορατή η λίμνη της Στυμφαλίας και ο κάμπος περιμετρικά της. Τα λιγοστά δέντρα στον κάμπο είχαν κιτρινίσει και ήταν έτοιμα να ρίξουν τα φύλλα τους. Μαρτυρούσαν τον ερχομό του φθινοπώρου αν και η θερμοκρασία δεν συμβάδιζε με την εποχή.
Λίγο παραπάνω συναντήσαμε μια στάνη με λιγοστά ζώα. Έξω από αυτήν υπήρχαν δύο τσοπανόσκυλα. Άρχισαν να μας γαβγίζουν αλλά δεν ανησυχήσαμε γιατί φαίνονταν αρκετά φοβισμένα και δεν κινήθηκαν προς το μέρος μας. Ευτυχώς δεν είχαν καμία σχέση με τα τσοπανόσκυλα της κεντρικής και της βόρειας Ελλάδας, τα οποία άνετα μπορούν να σε κατεβάσουν από το βουνό έτσι και πλησιάσεις το κοπάδι που φυλάνε.
Μετά από αρκετές στροφές φτάσαμε σε μία ακόμη διακλάδωση. Ένας δρόμος κατηφόριζε αριστερά. Εμείς συνεχίσαμε ευθεία ανηφορίζοντας. Η κλίση του εδάφους είχε αυξηθεί και η διαδρομή έδειχνε τα δόντια της. Λίγο πιο πάνω φτάσαμε σε μια διασταύρωση πάνω σε ένα διάσελο. Ο δρόμος που συνέχιζε αριστερά πήγαινε μέχρι την τοποθεσία Παπά Βένια και ο δεξιός κατευθυνόταν στους πρόποδες της Μικρής Ζήρειας, ανάμεσα στις κορυφές Χιόνι και Τσούμα. Εμείς συνεχίσαμε ευθεία, διασχίζοντας ένα μικρό πλάτωμα.
Στο τέλος του συναντήσαμε τον δρόμο που κατευθύνονταν προς την κοιλάδα της Φλαμπουρίτσας. Ο δρόμος αυτός συνέχιζε δεξιά, αλλά εμείς συνεχίσαμε αριστερά ανεβαίνοντας στις πλαγιές της κορυφής Παράγκα (2.033μ.). Εδώ χωρίζονταν τα δύο βουνά, η Μικρή με την Μεγάλη Ζήρεια. Από εδώ και μπρος ποδηλατούσαμε στην Μεγάλη Ζήρεια.
Από την κορυφή Παράγκα είχαμε θέα όλη την κορυφογραμμή της Μικρής Ζήρειας και τις ψηλές κορυφές της Μεγάλης. Το μάτι όμως έπεφτε πάνω στο δάσος στην κοιλάδα της Φλαμπουρίτσας. Τα έλατα σκέπαζαν την κοιλάδα σαν ένα ομοιόμορφο μονόχρωμο χαλί, ενώ στο βάθος δεξιά βλέπαμε την θάλασσα.
Εντύπωση μας έκανε η ύπαρξη ενός σπιτιού στο τέλος της κοιλάδας. Αν και γνωρίζαμε ότι στην τοποθεσία αυτή υπήρχαν μόνο στάνες, βλέπαμε ξεκάθαρα ότι είχε χτιστεί ένα μεγάλο σπίτι. Αυτό το σημείο της διαδρομής ήταν από τα πιο όμορφα που είχαμε συναντήσει ως τώρα.
Έπειτα φτάσαμε σε ένα μεγάλο κατηφορικό κομμάτι όπου είχαμε την ευκαιρία να ξεκουραστούμε για λίγο. Κατηφορίζοντας φτάσαμε σε ένα μεγάλο πλάτωμα. Αριστερά μας έβοσκαν πολλά ζώα, ενώ δύο δρόμοι κατευθύνονταν προς τον νότο. Συνεχίσαμε δεξιά με κατεύθυνση τα έλατα, που βλέπαμε στο βάθος. Ακολουθήσαμε τον χωματόδρομο και σύντομα φτάσαμε σε μία ακόμη διακλάδωση. Ήταν η τελική πορεία προς την κορυφή.
Στρίψαμε αριστερά και βγήκαμε στην τοποθεσία Πουλιού Όχτος. Η ξύλινη ταμπέλα μας ενημέρωνε για το υψόμετρο και την ώρα που χρειαζόταν ένας πεζοπόρος για να φτάσει στην κορυφή. Σύμφωνα με την ταμπέλα, μας χώριζε μιάμιση ώρα από το ψηλότερο σημείο του βουνού. Αφού κάναμε μια μικρή στάση, ξεκινήσαμε πάλι με την απόφαση να μην σταματήσουμε ξανά, καθώς η ώρα είχε περάσει και δεν ήμασταν σίγουροι ότι θα προλαβαίναμε.
Ο δρόμος προσπερνούσε τα λιγοστά έλατα και έβγαινε στο αλπικό τμήμα του βουνού. Το τοπίο άλλαζε αρκετά. Οι βροχές των τελευταίων ημερών είχαν πρασινίσει το χορτάρι και το τοπίο ήταν πολύ όμορφο. Η ποδηλασία σε τέτοιο υψόμετρο είναι μια μοναδική εμπειρία, που όλοι οι ποδηλάτες θα πρέπει να γνωρίσουν. Το μόνο που χρειάζεται είναι λίγη προπόνηση πριν από μια τέτοια εξόρμηση.
Λίγο πιο πάνω το κρύο είχε αρχίσει να μας επηρεάζει. Αν και ανηφορίζαμε συνεχώς, το σώμα μας είχε αρχίσει να παγώνει. Έτσι βάλαμε τα μπουφάν μας και συνεχίσαμε εμφανώς εξαντλημένοι. Στην επόμενη διακλάδωση συνεχίσαμε αριστερά. Ο δρόμος δεξιά κατευθύνονταν προς μια βραχώδη τοποθεσία κάτω από την κορυφή. Η διάνοιξη του σε αυτό το σημείο είχε καταστρέψει ένα πανέμορφο σημείο με μυτίκια (βράχινοι σχηματισμοί) και βράχους που απλώνονταν στην πλαγιά.
Βρισκόμασταν πολύ κοντά στην κορυφή αλλά η ώρα είχε περάσει και έπρεπε να γυρίσουμε μέρα. Συνεχίσαμε να ποδηλατούμε μέχρι που στρίψαμε αριστερά σε μια διακλάδωση. Ακολουθήσαμε τον δρόμο μέχρι το τέλος και καταλάβαμε ότι είχαμε κάνει λάθος. Η κορυφή βρίσκονταν δεξιά μας και ήταν αδύνατο να ανέβουμε από εδώ που είχαμε φτάσει. Έτσι αποφασίσαμε να κάτσουμε και να απολαύσουμε την θέα. Γύρω μας υπήρχαν αρκετά ελεύθερα άλογα, τα οποία μας κοίταζαν χωρίς να μας πλησιάζουν. Παρέμεναν σε κοντινή απόσταση για αρκετή ώρα μέχρι που εξαφανίστηκαν.
Βρισκόμασταν πάνω από το ρέμα του Φαρμακίλα και απέναντι βλέπαμε την τεχνητή λίμνη Δόξα. Τα σύννεφα δεν μας άφηναν να διακρίνουμε τις κορυφές των Αροάνιων Όρεων ούτε και την Ντουρντουβάνα. Χαμηλότερα βλέπαμε την ομίχλη να ανηφορίζει. Αυτό που δεν είχαμε καταλάβει ήταν η ταχύτητα με την οποία ερχόταν προς το μέρος μας. Μέσα σε λίγα λεπτά σκέπασε τα πάντα. Οι πέτρινες στάνες που βλέπαμε αριστερά μας είχαν κρυφτεί. Εκεί είχαμε αφήσει τα ποδήλατά μας.
Σε μια ανάβαση παλαιότερα είχαμε ανηφορίσει από το ρέμα του Φαρμακίλα, όπου και τότε η ομίχλη μας συνόδευε καθ’ όλη την διάρκεια της πεζοπορίας. Είχαμε ταλαιπωρηθεί πολύ και συνεχώς χάναμε το μονοπάτι. Όπως και τώρα έτσι και τότε δεν είχαμε βγει στην κορυφή. Φαίνονταν ότι η ομίχλη μας θυμήθηκε και αυτή την φορά και ήρθε κοντά μας ξανά.
Η υγρασία και το κρύο μας είχε αγγίξει για τα καλά και σύντομα πήραμε τον δρόμο της επιστροφής. Γυρίσαμε από τον ίδιο δρόμο αφήνοντας πίσω τις ψηλές κορυφές. Η κατάβαση ήταν απολαυστική. Το σούρουπο είχε έρθει και ο ήλιος πάσχιζε να φανεί ανάμεσα από τα σύννεφα πριν χαθεί στην δύση. Το απόγευμα είναι από τις πιο όμορφες ώρες για φωτογράφηση. Τα βράχια στην Μικρή Ζήρεια είχαν γίνει πορτοκαλί.
Έπρεπε να βιαστούμε για να μην μας βρει η νύχτα πάνω στο βουνό. Έτσι συνεχίσαμε να κατηφορίσουμε χωρίς να κάνουμε στάση. Λίγο πριν πέσει η νύχτα βρισκόμασταν πίσω στο χωριό. Η μέρα ήταν κουραστική αλλά οι εικόνες, που είχαμε αντικρύσει μας είχαν φτιάξει την διάθεση. Φεύγοντας αποφασίσαμε να ξανάρθουμε στο βουνό, αυτή την φορά με χιόνια και με σκοπό να διανυκτερεύσουμε κοντά στην κορυφή.
κείμενο – φωτογραφίες: Πάνος Μπαμπαλούκας