Η Γκιώνα είναι το ψηλότερο βουνό της κεντρικής Ελλάδας και το πέμπτο ψηλότερο σε όλη τη χώρα. Γειτονεύει με τον δυτικό Παρνασσό και τα Βαρδούσια, ενώ από την κορυφή της φαίνεται ο Όλυμπος και πολλά ακόμη βουνά. Διαθέτει τη μεγαλύτερη ορθοπλαγιά των Βαλκανίων, η οποία ξεκινάει από το χωριό Συκιά και- με υψομετρική διαφορά 1.100μ.- οδηγεί τους αναρριχητές στην ψηλότερη κορυφή, την Πυραμίδα (2.510μ).
Μοναδική πληγή στον ορεινό όγκο αποτελούν τα ορυχεία βωξίτη τα οποία συνεχίζουν να καταστρέφουν μέρος του βουνού. Ωστόσο, από την πλευρά του χωριού Συκιά η φύση παραμένει σχεδόν ανέπαφη, προσφέροντας καταφύγιο σε αλεπούδες, λαγούς, άγρια άλογα, λύκους, αγριογούρουνα και άλλα θηλαστικά. Το νότιο κομμάτι της Γκιώνας καλύπτεται από έλατα και κέδρους, ενώ το αλπικό στοιχείο κυριαρχεί στα μεγαλύτερα υψόμετρα. Όλες οι εποχές είναι κατάλληλες για ανάβαση στο βουνό. Στους πρόποδες του υπάρχουν πολλές αναρριχητικές διαδρομές, καθώς και αμέτρητες επιλογές για παραδοσιακή αναρρίχηση.
Κορυφή
(Πυραμίδα) 2.510μ.
Αποστάσεις
Αθήνα: 209χλμ
Θεσσαλονίκη: 361χλμ.
Καταφύγια
Γρηγόρης Περδίκης (λάκα Καρβούνη): τηλ: 210 8218401
Προτεινόμενη διαδρομή
Συκιά – Λαζόρεμα – Βαθειά Λάκα – Πυραμίδα: Φτάνουμε στο χωριό Συκιά και βρίσκουμε την αρχή του μονοπατιού δίπλα στο γήπεδο του μπάσκετ. Η σήμανση είναι πολύ καλή στο μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής. Τα πρώτα μέτρα γίνονται δίπλα στο ρέμα, το οποίο λόγω των έργων υδροδότησης του χωριού σπάνια έχει πολύ νερό. Μετά από περίπου είκοσι λεπτά η κλήση αυξάνεται και, πλησιάζοντας προς την κάθετη πλάκα της Συκιάς το μονοπάτι στρίβει αριστερά, και προχωράμε διατηρώντας το Λαζόρεμα χαμηλότερα.
Έπειτα από μια ώρα, η διαδρομή γίνεται ηπιότερη και περνάει μέσα από ένα δάσος ελάτων. Στο δρόμο συναντάμε δυο πλατώματα, τα οποία προτείνονται για κατασκήνωση ή μια στάση για ξεκούραση πριν το απότομο κομμάτι της διαδρομής. Σύντομα φτάνουμε σε μία στάνη και βλέπουμε το ποτάμι για τελευταία φορά. Δίπλα στη στάνη συναντάμε ξανά το ποτάμι για τελευταία φορά.
Από εδώ ξεκινά και το δυσκολότερο μέρος. Ακολουθούμε τη σήμανση μέσα στο δάσος και στρίβουμε δεξιά, ανηφορίζοντας. Με πολύ υπομονή και προσοχή ανεβαίνουμε μέσα από τα έλατα μέχρι να βρεθούμε σε απότομο λούκι. Λόγω πτώσης δέντρων σε πολλά σημεία η σήμανση χάνεται. Η κατεύθυνσή μας παραμένει προς την κορυφή του βουνού, χωρίς να στρίβουμε. Φτάνοντας στο λούκι έχουμε δύο επιλογές: ή να περάσουμε αμέσως αριστερά και να συνεχίσουμε ανηφορίζοντας ή να συνεχίσουμε από δεξιά για να πάρουμε ύψος και να περάσουμε πιο μετά αριστερά.
Αυτή η πλευρά του βουνού βρίσκεται σε σκιά πολλές ώρες την ημέρα και το χειμώνα το χιόνι συχνά είναι παγωμένο, επομένως η χρήση κραμπόν είναι επιβεβλημένη. Φτάνοντας ψηλά η σήμανση χάνεται και μοναδικό στοιχείο αναφοράς είναι οι κούκοι, οι οποίοι σε βοηθούν να χαράξεις την πιο εύκολη πορεία. Από εδώ και πέρα τραβερσάρουμε έχοντας δεξιά μας την κορυφή. Συνεχίζουμε σε σαθρό πεδίο και αφού περάσουμε ανάμεσα από βράχια, φτάνουμε σε άνοιγμα στο οποίο στρίβουμε δεξιά.
Από εδώ τα πράγματα γίνονται πιο εύκολα και η Βαθιά Λάκα βρίσκεται δίπλα μας. Όλο το τμήμα της διαδρομής από τη στάνη και πάνω χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή και δεν προτείνεται για άπειρους ορειβάτες. Φτάνοντας στη Βαθιά Λάκα βλέπουμε να ορθώνεται μπροστά μας η κορυφή. Συνεχίζουμε αριστερά και ξεκινάμε το τελευταίο κομμάτι της διαδρομής. Η κλήση είναι αρκετά απότομη μέχρι το διάσελο, από όπου βλέπουμε στα αριστερά μας τον Παρνασσό. Συνεχίζουμε δεξιά μέχρι την κορυφή. Η διαδρομή διαρκεί πάνω από πέντε ώρες και είναι αρκετά δύσκολη και επίπονη.
Ιστορικά στοιχεία
Η Γκιώνα, σύμφωνα με έναν αρχαίο μύθο, ήταν η κατοικία του βοσκού Ενδυμίωνα, εραστή της ημίθεας Σελήνης. Κάθε φορά που τον επισκεπτόταν, το φεγγάρι χανόταν από τον ουρανό, γεγονός που έδωσε στο βουνό την ονομασία Ασέληνον Όρος.
Αξιοθέατα
Αξίζει μια επίσκεψη στο κάστρο της Ωριάς, στην Άμφισσα, και μια εκδρομή στην τεχνητή λίμνη Μόρνου, με θέα τα Βαρδούσια και την Γκιώνα.
Σκι
Δεν υπάρχουν χιονοδρομικά κέντρα. Ωστόσο το βουνό προτείνεται για ορειβατικό σκι.