Αφήνοντας πίσω μας τις λιμνοθάλασσες του Αμβρακικού, με τα πανέμορφα χρώματά τους την χαραυγή, διασχίσαμε τον κάμπο της Άρτας και αρχίσαμε να σκαρφαλώνουμε οδικώς προς το Βουλγαρέλι. Φτάνοντας στο Βουλγαρέλι ήταν πλέον εμφανές ότι μπροστά μας είχαμε μια ηλιόλουστη ημέρα με πολύ καλή διαύγεια. Λίγα χιλιόμετρα έξω από το Βουλγαρέλι, αφήσαμε το αυτοκίνητο στη θέση Ομαλή και αρχίσαμε την ανάβαση. Αρχικά διασχίσαμε ένα ελατοδάσος, ακολουθώντας μια νοητή ευθεία πορεία κάθετη στην πλαγιά. Γρήγορα φτάσαμε στο πρώτο σημείο αναφοράς, ένα πλάτωμα, στο οποίο κατέληγε ένας αγροτικός δρόμος που κατέβαινε από το οροπέδιο της Κουστελάτας. Το δάσος πλέον είχε τελειώσει και ακριβώς μπροστά μας ορθωνόταν η νότια κορυφή των Τζουμέρκων και άρχιζαν οι σάρες.
Ανεβήκαμε μέσα από τις σάρες σχεδόν direct προς το επόμενο σημείο αναφοράς έναν βράχο, “σημαδεμένο” με έναν κούκο. Από εκείνο το σημείο μπορεί οι σάρες να σταματούσαν, αλλά η κλίση αυξανόταν κι άλλο, αναγκάζοντάς σε να σκαρφαλώνουμε την πλαγιά συχνά στα τέσσερα. Μετά από λίγο ήταν πλέον εμφανές ότι η διαδρομή στην κορυφή είναι πολύ απλή: “Πας ίσα πάνω”. Δεν υπήρχε κανένα πέρασμα, κανένα τραβερσάρισμα, απλά σκαρφάλωμα στην πλαγιά ψάχνοντας σταθερά πατήματα για να μην γλιστρήσεις στο χάος πίσω σου, που όσο ανεβαίναμε τόσο μεγάλωνε και αυτό. Οι μόνες αποκλίσεις από τη νοητή ευθεία προς την κορυφή οφείλονταν σε μεγάλους βράχους που παρεμβάλλονταν και έπρεπε να τους παρακάμψουμε. Η θετική έκπληξη που επιφύλασσε το βουνό ήταν ότι ανά περίπου 200 μέτρα υψομετρικής διαφοράς, διαμορφωνόταν και από ένα μπαλκόνι, όπου μπορούσες να ξαποστάσεις, χωρίς φόβο ότι αν αφεθείς μπορεί να κατρακυλήσεις προς τα κάτω. Αυτά τα πλατώματα, λόγω της μεγάλης κλίσης της πλαγιάς, έμοιαζαν να αιωρούνται στα ύψη και εσύ να νιώθεις ότι έχεις μόλις αποβιβαστεί από έναν ανελκυστήρα που σε ανεβάζει στην κορυφή.
Πλησιάζοντας στις 4 ώρες ανάβασης, έχουμε αφήσει πίσω μας το τελευταίο πλάτωμα που βρίσκεται μερικά μέτρα κάτω από τους βραχώδεις σχηματισμού της κορυφής και τραβερσάροντας την πλαγιά προς τα δυτικά ψάχνουμε να βρούμε ένα πέρασμα ανάμεσα στους βράχους προς την κορυφή. Το κρυμμένο και στενό πέρασμα μας αποκαλύπτεται και σκαρφαλώνοντας περνάμε στον αυχένα. Από εκεί κινηθήκαμε λίγο ακόμα δυτικά, στην κορυφογραμμή πλέον, μέχρι την πασπαλισμένη με χιόνι κορυφή Σκλάβα. Η μέρα έμοιαζε καλοκαιρινή, ούτε σύννεφο στον ουρανό και η ορατότητα ήταν απεριόριστη.
Για την επιστροφή επιλέξαμε την εύκολη διαδρομή και κατά κύριο λόγο πολύ πιο ασφαλή στην κατάβαση, από το οροπέδιο της Κουστελάτας και τον αγροτικό δρόμο που φτάνει εκεί. Για να φτάσουμε σε αυτόν έπρεπε να κατέβουμε μια χιονισμένη πλαγιά με λίγο αλλά παγωμένο χιόνι, που στο τέλος της από παντού ξεπηδούσαν μικρά ρυάκια. Η επιστροφή μας πήρε 3 ώρες.
κείμενο – φωτογραφίες: Αναστάσης Τζίμας