Αναχώρηση Κυριακή βράδυ από Αθήνα με ένα κεφάλι έτοιμο να σπάσει από το μεθύσι της προηγούμενης μέρας. Είχα καιρό να πάω για ορειβασία σόλο και αυτό το ταξίδι στριφογυρνούσε συνέχεια στο μυαλό μου. Όταν κάποιος επιλέγει να ανέβει στα βουνά μόνος, είτε έχει πλήρη άγνοια του κινδύνου, είτε είναι παράτολμος και με αυτοκαταστροφικές τάσεις. Δεν ξέρω τι από αυτά ισχύουν για εμένα αλλά η τάση να πηγαίνω μόνος εκδρομές είναι κάτι που κουβαλάω από μικρός. Αυτή την φορά θα είχα να αντιμετωπίσω το μαλακό χιόνι της άνοιξης σε τεράστιες ποσότητες, αφού ο χειμώνας φέτος δεν έκανε εκπτώσεις.
Ξεκίνημα για τα Καλάβρυτα, λοιπόν, ακολουθώντας την παλιά εθνική και με τον δρόμο τελείως άδειο.
Βοήθησε και το ντέρμπι του Ολυμπιακού με τον Παναθηναϊκό ένα ματς που κατέληξε σε πόλεμο, κρίνοντας από το γεγονός πως περισσότερη ώρα άκουγα τα νέα για τις συγκρούσεις παρά για το ματς.
Η ώρα περνούσε και σύντομα βρέθηκα πάνω από την γέφυρα του ισθμού της Κορίνθου. Παλαιότερα, το μέρος έσφυζε από ταξιδιώτες, που έκαναν μια στάση για ξεκούραση, αλλά και για να δουν ένα από τα σημαντικότερα μεγάλα έργα της νεότερης Ελλάδας. Μετά τη νέα χάραξη της εθνικής οδού, η περιοχή άλλαξε όψη και οι επισκέπτες μειώθηκαν εμφανώς.
Το υπόλοιπο κομμάτι της διαδρομής συνεχίστηκε με τους δημοσιογράφους να προσπαθούν να λύσουν τον γρίφο της σχέσης των επεισοδίων με την οικονομική κρίση. Τελικά υπήρξε ισοπαλία, με τους μεν να υποστηρίζουν ότι ο κόσμος είναι οργισμένος και ξεσπάει με κάθε ευκαιρία και τους υπόλοιπους να μιλούν για τους κλασικούς χούλιγκαν, που ασκούν βία χωρίς αιτία- πράγμα δύσκολο, αφού όπως γνωρίζουμε από τη φυσική, όπου υπάρχει δράση υπάρχει και αντίδραση.
Πρώτη στάση Καλάβρυτα
Φτάνοντας στα Καλάβρυτα αναζήτησα το καλύτερο μέρος για να κοιμηθώ. Θα περνούσα το βράδυ στο αυτοκίνητο μέχρι τις πέντε το πρωί και έπειτα θα αναχωρούσα για το χωριό Μίχας. Η απόσταση των 35χλμ. μου έδινε το περιθώριο να μείνω σε ένα χωριό με αρκετούς κατοίκους για ασφάλεια, δεδομένου ότι στον καιρό της κρίσης ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να συναντήσεις στην ερημιά.
Ξαπλωμένος στο κάθισμα “κρεβάτι” του αυτοκινήτου προσπαθούσα να βολευτώ κάνοντας όμορφες σκέψεις για την ζωή. Αλλά γι’ αυτό το βράδυ η ζωή προτίμησε να μου δείξει τον κακό της εαυτό μια που δεν έκλεισα μάτι. Όταν χτύπησε το ξυπνητήρι ένιωθα όλο μου το κορμί να πονάει και αναρωτιόμουν πως θα ανέβαινα στον Ερύμανθο. Με το τζάμι παγωμένο και τους δρόμους έρημους ξεκίνησα για τον Μίχα. Για άλλη μια φορά μόνος στον δρόμο, παρέα με την απαλή ομίχλη και το δάσος.
Ξημέρωμα στο δρόμο
Σύντομα η αυγή φώτισε τον ουρανό και το μάτι άρχισε να ταξιδεύει μακριά προς το Παναχαϊκό και το Καλλιφώνι. Στη νότια πλευρά του Παναχαϊκού το χιόνι είχε αρχίσει να λιώνει και όλα μαρτυρούσαν πως ο κύκλος του φετινού χειμώνα έφτανε στο τέλος του. Ο Ερύμανθος κρύβονταν από το Καλλιφώνι, ένα βουνό που έχει την τύχη ή την ατυχία να μην περπατιέται συχνά, καθώς οι περισσότεροι ορειβάτες προτιμούν τις κορυφές του Ερυμάνθου.
Φτάνοντας στο χωριό Μίχας ξεκίνησα την αναζήτηση του μονοπατιού. Τελικά εντόπισα δύο μονοπάτια: το 31, που ξεκινά από την αριστερή πλευρά του χωριού και διασχίζει ένα μεγάλο μέρος του βουνού, και, δεξιά και ψηλότερα, το δικό μου μονοπάτι, που ευχόμουν ότι θα με ανέβαζε μέχρι το οροπέδιο του Ωλενού.
Στα γρήγορα πρωινό, έλεγχος εξοπλισμού και βουρ για τα ψηλά. Το πρώτο κομμάτι της διαδρομής έγινε σε πυκνό δάσος με πανύψηλα έλατα, αλλά και λίγα χιόνια. Στη συνέχεια, το χιόνι μου έδειξε το σκληρό του πρόσωπο, μαρτυρώντας ότι η άνοιξη σιγά σιγά το νικούσε. Κάθε βήμα και καημός, όπως λέει και το άσμα, όμως η θέληση για να βγω ψηλά παρέμενε ακμαία.
Το αλπικό μομμάτι
Οι πατημασιές των ζώων στο χιόνι μου θύμιζαν ότι δεν ήμουν ο μόνος, που απολάμβανε το καθαρό οξυγόνο του βουνού, ενώ λίγο παραπέρα ακούγονταν ο ήχος του τρυποκάρυδου που “επιτιθόταν” στα δέντρα. Αφήνοντας το δάσος πίσω μου, προσέγγισα το αλπικό κομμάτι. Οι κορυφές του Μουγγίλα και του Ωλενού μου προκαλούσαν δέος, αλλά και φόβο, εξαιτίας της μεγάλης ποσότητας του χιονιού που τις κάλυπτε. Το βουνό είχε αρχίσει να δείχνει τα δόντια του. Η τραβέρσα, που θα με οδηγούσε στο οροπέδιο, σε συνδυασμό με το μαλακό και άφθονο χιόνι, μου υπενθύμιζαν ότι ανά πάσα στιγμή θα μπορούσα να ακολουθήσω κάθετη πορεία – παρέα με το χιόνι προς την χαράδρα χαμηλότερα. Τα χειρότερα όμως δεν είχαν φτάσει ακόμη.
Λίγο παραπάνω, πλησίασα ένα σημείο όπου είχε πέσει χιονοστιβάδα- την οποία συνάντησα στον γυρισμό- και παραλίγο να τραπώ σε άτακτη υποχώρηση. Το πλάτος του διαδρόμου, ο οποίος είχε ανοίξει από την πτώση του χιονιού στο λούκι, ξεπερνούσε τα δέκα μέτρα και από κάτω γυάλιζε ο πάγος που κρυβόταν κάτω από το μαλακό χιόνι. Η χιονοστιβάδα ακολουθούσε το λούκι και χάνονταν στον γκρεμό προς τα έλατα.
Με την ταυτότητα στο στόμα και φορώντας κραμπόν πέρασα απέναντι, γνωρίζοντας ότι δεν υπήρχε περίπτωση να γυρίσω ξανά από εδώ αφού το μεσημέρι, με την αύξηση της θερμοκρασίας, η πλαγιά θα ήταν σε χειρότερη κατάσταση. Η πορεία προς το οροπέδιο συνεχίστηκε με στυλ και φαντασία. Αγνοώντας τον ορειβατικό χάρτη, αποφάσισα να χαράξω δικιά μου πορεία με σκοπό να βγω κατευθείαν στο ίδιο ύψος με το διάσελο, που ενώνει την κορυφή του Μουγγίλα με τον Ωλενό.
Η κορυφογραμμή του Μουγγίλα
Το βουνό όμως είχε άλλη άποψη και τελικά έφτασα πολύ πιο ψηλά από ότι έπρεπε. Έτσι βρέθηκα να παλεύω με το άφθονο χιόνι στην απότομη πλαγιά του Μουγγίλα, ανάμεσα σε ανεμοσούρια, που μου δυσκόλευαν τη ζωή. Στο βάθος χαμηλότερα έβλεπα και το διάσελο όπου ήθελα να βγω. Για να ικανοποιήσω την ακόρεστη επιθυμία μου να βρεθώ στην κορυφογραμμή του Μουγγίλα, άρχισα να ανεβαίνω από το πρώτο λούκι που βρήκα, αφήνοντας την επίσκεψη στο διάσελο για αργότερα.
Στο ξεκίνημα, όλα έδειχναν εντάξει και έτσι αποφάσισα να χρησιμοποιήσω μόνο το ένα πιολέ και να μην βάλω κράνος. Στη συνέχεια και έπειτα από μερικές στροφές στα βράχια κατάλαβα ότι είχα βρεθεί πάνω από τον γκρεμό, που τόση ώρα διέκρινα από την βάση του βουνού. Ήταν αργά πλέον για να βγάλω το δεύτερο πιολέ και αποφάσισα να συνεχίσω έτσι μέχρι να φτάσω πάνω. Η κλίση όλο μεγάλωνε και βρισκόμουν λίγα μέτρα πριν από την κορυφογραμμή. Σκεφτόμουνα ότι θα έφτανα επάνω και θα έκανα μια χαλαρή βόλτα μέχρι το ψηλότερο σημείο. Αμ, δε.
Το αδιέξοδο
Σε λίγο βρέθηκα σε αδιέξοδο με έναν γκρεμό στα αριστερά μου και ένα απότομο λούκι από την πίσω μεριά, το οποίο με χώριζε από την κορυφογραμμή. Η εξερεύνηση κάπου εκεί λάμβανε τέλος. Έτσι όπως ισορροπούσα στην απότομη πλαγιά με ένα πιολέ στο χέρι και χωρίς γάντια, άρχισα να κατεβαίνω καρφώνοντας μια το πιολέ στο χιόνι και μια το χέρι μέχρι που άρχισα να μην το νιώθω από το κρύο. Κάπως έτσι ανέβαινα τα βουνά μικρός, όταν τα λεφτά μου έφταναν για την αγορά μόνο ενός πιολέ.
Σε κάτι τέτοιες καταστάσεις η εμπειρία είναι που μας σώζει από το ατύχημα. Ήξερα ότι έπρεπε να κάνω υπομονή και να κατέβω αργά και σταθερά με το πρόσωπο προς το χιόνι, μέχρι να βρεθώ σε πιο ήπια κλίση αγνοώντας τον πόνο. Βέβαια για άλλη μια φορά έβλεπα ότι ο παρορμητισμός σε συνδυασμό με την κακή χρήση των ορειβατικών υλικών, μπορούν να φέρουν έναν ορειβάτη σε δύσκολη θέση.
Η δεύτερη προσπάθεια και ο γυρισμός
Φτάνοντας χαμηλότερα, έβαλα το κράνος μου, έβγαλα και το δεύτερο πιολέ και πλέον ήμουν “τετρακίνητος”. Συνέχισα να τραβερσάρω στην πλαγιά, ώσπου βρήκα άλλο ένα άνοιγμα που πιθανότατα θα μου επέτρεπε να βγω στην κορυφογραμμή. Έτσι ξεκίνησα πάλι να ανηφορίζω ακούγοντας την καρδιά μου να χτυπάει όλο και πιο δυνατά και σύντομα έφτασα στην κορυφογραμμή. Λίγο πιο πέρα, η κορυφή με χαιρετούσε και μου έλεγε “άν τολμάς, έλα”.
Στην προσπάθεια να φτάσω προς τα εκεί, συνειδητοποίησα ότι ήταν πια αργά. Ο ήλιος είχε μαλακώσει το χιόνι, με αποτέλεσμα σε κάθε μου βήμα να πέφτω μέσα σε τρύπες ανάμεσα στα κρυμμένα από το χιόνι βράχια. Κάπου εδώ η ανάβαση τελείωνε και η προτεραιότητα της ασφαλούς επιστροφής έκανε τη λογική να υπερισχύσει. Κατηφορίζοντας αποχαιρέτησα τις ψηλές κορυφές με την υπόσχεση ότι θα ξανασυναντιόμασταν.
Ακολουθώντας τα βήματα που πριν είχα ανοίξει στο χιόνι, κατέβηκα χαμηλότερα , κοντά στο σημείο που είχε πέσει η χιονοστιβάδα. Είχα πει ότι δεν θα ξαναπερνούσα μέσα από το ίδιο λούκι και έτσι έπραξα. Έπρεπε όμως να βρω άλλο σημείο διαφυγής σε ένα βουνό, που δεν γνώριζα. Πραγματικά, η μορφολογία του Ερύμανθου είναι εκπληκτική. Δεν είναι τυχαίο ότι ανήκει στην σφιχτή ομάδα των απλικών βουνών της χώρας. Τα περιθώρια γρήγορης αποχώρησης από τον ορεινό όγκο, σε περίπτωση που κάτι πάει στραβά είναι ανύπαρκτα. Τα χιόνια κρύβουν κάθε πιθανή “έξοδο”.
Παρατηρώντας την μορφολογία του βουνού, μπόρεσα να εντοπίσω ένα μικρό λούκι, το οποίο θα με ελευθέρωνε από το αλπικό κομμάτι. Ξεκίνησα την κατάβαση με ταχύτητα, μέχρι το σημείο που το λούκι στένευε πολύ εξαιτίας των βράχων που είχε δεξιά και αριστερά. Με μια γρήγορη ματιά στην πλαγιά πίσω και με την ευχή ότι δεν θα έφευγε τώρα το χιόνι, κατέβηκα σχεδόν τρέχοντας το τελευταίο τμήμα φτάνοντας στα πρώτα δέντρα. Από εδώ έμενε να κάνω τραβέρσα ανάμεσα από τα έλατα στην απότομη πλαγιά, μέχρι να συναντήσω τον δασικό δρόμο.
Σε κάποιο σημείο συνάντησα το λούκι, που είχα διασχίσει ψηλότερα στην διάρκεια της ανάβασης. Εδώ κατέληγε η χιονοστιβάδα την οποία και προσπέρασα. Προχωρώντας, προσέγγισα τον καταρράκτη (καταρράκτης γκρεμιστός), ο οποίος παρά την ποσότητα του χιονιού δεν κατέβαζε αρκετό νερό, ενώ ένα τμήμα του ήταν παγωμένο.
Φτάνοντας στον δασικό δρόμο ένιωσα ανακούφιση και χαρά για την περιπέτεια, που μου χάρισε ο Ερύμανθος. Σύντομα βρισκόμουν στο χωριό, έτοιμος να αναχωρήσω για το Ρίο και από εκεί απέναντι στην Στερεά Ελλάδα.
Αποχαιρετώντας τον Ερύμανθο
Η διαδρομή περιελάμβανε επίσκεψη στον ποταμό Εύηνο, την λίμνη Τριχωνίδα και τον Προυσό, διασχίζοντας το πυκνό δάσος του Παναιτωλικού. Στόχος ήταν να φτάσω πριν τα μεσάνυχτα στο χωριό Γάβρος, λίγο έξω από το Μεγάλο Χωριό της Ευρυτανίας.
Η νυχτερινή διαδρομή και η κούραση από την ορειβασία με είχαν καταβάλει και η κατάσταση του δρόμου δεν βοηθούσε καθόλου. Οι πολλές κατολισθήσεις έκαναν τον δρόμο να μοιάζει με ναρκοπέδιο και φοβόμουν ότι εάν πάθαινα λάστιχο δεν θα είχα το κουράγιο να το αλλάξω. Το σκοτάδι στο δάσος δημιουργούσε ένα μυστικιστικό σκηνικό και με έκανε να αναρωτιέμαι πόσα ζώα ζούσαν μέσα σε αυτόν τον αφιλόξενο για μας κόσμο. Καθώς η ώρα περνούσε, το μόνο που με ένοιαζε ήτανε να φτάσω στο τέλος της διαδρομής για να κοιμηθώ.
Μετά από πολύ ταλαιπωρία βρέθηκα στον Γάβρο. Το υπόλοιπο βράδυ θα το περνούσα στο δημόσιο πάρκινγκ μέσα στο αμάξι, περιμένοντας να ξημερώσει. Ο ύπνος δεν με επισκέφθηκε ούτε αυτό το βράδυ, με αποτέλεσμα να με βρει το ξημέρωμα σε κακά χάλια.
Στον δρόμο για την Καλιακούδα
Στις έξι η ώρα ήμουν ήδη στον δρόμο για το χωριό Ανιάδα, από όπου θα ξεκινούσα την ανάβαση για την Καλιακούδα. Το βουνό το γνώριζα, αφού στο παρελθόν το είχα επισκεφτεί άλλες δυο φορές. Τότε όμως είχα ανέβει από το Μεγάλο Χωριό, ενώ τώρα έπρεπε να βρω το μονοπάτι που θα με οδηγούσε στις κατασκηνώσεις της trekking hellas. Από εκεί ήξερα που έπρεπε να πάω.
Πλησιάζοντας στο χωριό, η απότομη κόψη της κορυφής της Καλιακούδας έκλεβε την παράσταση και οι πρώτες ακτίνες του ήλιου χρωμάτιζαν τις πλαγιές του. Σύντομα, το χωριό έκανε την εμφάνισή του με τα κλειδαμπαρωμένα σπίτια να μοιάζουν σαν να περιμένουν τους κατοίκους, που θα τους έδιναν ζωή. Εκτός από έναν κτηνοτρόφο και άλλη μια οικογένεια δεν έμοιαζε να ζει κανείς άλλος εκεί.
Ξεκίνημα για την κορυφή με απρόσμενη συντροφιά
Κατηφόρισα προς το κέντρο του χωριού και βρήκα την αρχή του μονοπατιού. Ήμουν έτοιμος να ξεκινήσω άλλη μια μοναχική ανάβαση με το σώμα πιασμένο αλλά την ψυχή χαρούμενη και ορεξάτη. Όμως το βουνό είχε άλλη γνώμη. Λίγο πριν αφήσω το χωριό εμφανίστηκε ένας τετράποδος φίλος, ο οποίος ήθελε να έρθει μαζί μου. Του έδωσα λίγο από το πρωινό μου και αμέσως έγινε η σκιά μου. Περίμενα ότι θα με ακολουθούσε μέχρι το δάσος και θα γυρνούσε, όμως αυτός δεν αστειευόταν καθόλου. Στην πορεία θα καταλάβαινα ότι ήταν δεινός ορειβάτης.
Ξεκινήσαμε παρέα ακολουθώντας το μονοπάτι μέχρι που φτάσαμε στα πρώτα χιόνια. Εκεί πίστευα ότι ο σκύλος θα τα έβλεπε σκούρα εξαιτίας του ύψους του χιονιού, τελικά όμως αυτός που “γονάτισε” ήμουνα εγώ. Κάθε λίγο βούλιαζα στο χιόνι, ενώ αυτός, ελαφρύς όπως ήταν, χοροπηδούσε και έσκαβε στο χιόνι για να βρει κανένα ποντίκι. Σε μερικά σημεία, που έχανα το μονοπάτι, έμπαινε μπροστά για να μου δείξει την σωστή πορεία. Ευτυχώς δεν τον ακολουθούσα, γιατί τις περισσότερες φορές πήγαινε προς λάθος κατεύθυνση.
Φτάνοντας στις κατασκηνώσεις
Ύστερα από δύο ώρες και μετά από μάχη με το χιόνι ανάμεσα στο πυκνό ελατόδασος φτάσαμε στις κατασκηνώσεις. Μπροστά μας ορθώνονταν η απότομη πλευρά της Καλιακούδας, ενώ απέναντι φαίνονταν η Χελιδόνα. Αφήνοντας το δάσος αρχίσαμε να ανηφορίζουμε προς το αλπικό κομμάτι του βουνού με το χιόνι να βελτιώνεται εμφανώς. Ο βορινός προσανατολισμός το διατηρούσε παγωμένο, με αποτέλεσμα να προχωράμε πιο ξεκούραστα.
Εκεί όμως άρχισα να σκέφτομαι τι θα έκανα με τον σκύλο στο τελευταίο και απότομο κομμάτι της διαδρομής. Εάν ήταν παγωμένο, δεν θα μπορούσε να ανέβει και φυσικά θα ήταν δύσκολο να του ζητήσω να με περιμένει μέχρι να κατέβω για να τον ξαναπάω στο χωριό. Έτσι πήρα την απόφαση ότι σε περίπτωση που θα είχε πάγο θα θυσίαζα την ανάβαση.
Η χαρά του αλπικού κομματιού
Βάλαμε στόχο να φτάσουμε στο διάσελο και από εκεί θα έλεγχα την κατάσταση του χιονιού. Ο νέος μου φίλος φαίνονταν να διασκεδάζει περισσότερο από εμένα την πορεία στο αλπικό κομμάτι. Αλώνιζε πότε από δω και πότε από εκεί, αδιαφορώντας για τις γλίστρες που έτρωγε. Το συγκεκριμένο κομμάτι του βουνού, όταν ντύνεται στα λευκά ομορφαίνει και δείχνει μεγαλοπρεπές. Το καλοκαίρι όμως χωρίς τα χιόνια, αυτό που κυριαρχεί στο τοπίο είναι η ανθρώπινη παρέμβαση.
Ο δρόμος που φτάνει μέχρι το χωριό Δολιανά χωρίζει το διάσελο στα δύο και έχει καταστρέψει ανεπανόρθωτα την εικόνα του βουνού. Καθώς είναι προσβάσιμος μόνο με τζιπ ακόμα και το καλοκαίρι, εξαιτίας των συχνών κατολισθίσεων, ενώ τα χωριά από την άλλη πλευρά του βουνού εξυπηρετούνται από άλλους δασικούς δρόμους, σκεφτόμουν ότι όποιος έδωσε την άδεια για την διάνοιξη του δρόμου θα πρέπει να μισούσε αυτόν τον τόπο.
Με τα πολλά φτάσαμε στο διάσελο και καθίσαμε να ξαποστάσουμε αγναντεύοντας τα Βαρδούσια και τα άλλα γειτονικά βουνά. Όλα άσπρα από τα χιόνια, ακόμη και τα χαμηλότερα σε ύψος. Ο φίλος μου παρακολουθούσε τα πουλιά, που τιτίβιζαν στις αλπικές πλαγιές. Σημάδια της άνοιξης και της μεταμόρφωσης της φύσης. Αφού ξεκουραστήκαμε, αρχίσαμε να ανηφορίζουμε προς την κορυφή. Λόγω του νοτιοανατολικού προσανατολισμού το πρώτο κομμάτι της ανάβασης δεν είχε πια χιόνια ενώ στο υπόλοιπο το χιόνι ήταν μαλακό.
Η τελευταία προσπάθεια
Αυτή την φορά ήμουνα προσεκτικός. Έβγαλα από νωρίς τα δύο πιολέ και φόρεσα το κράνος για παν ενδεχόμενο. Το χιόνι ήταν τόσο μαλακό, που σε κάποια σημεία κοντά στα βράχια δεν ήξερα που πατούσα. Η κούραση μου είχε προκαλέσει εκνευρισμό και ανυπομονούσα να βρεθώ στην κορυφή. Όμως όσο πλησίαζα ψηλότερα έβλεπα ότι δεν θα έφτανα τόσο εύκολα. Η διαδρομή ανάμεσα στα βράχια ήταν εξαντλητική και επικίνδυνη, ενώ στα σημεία, που δεν υπήρχε χιόνι οι πέτρες ξεκολλούσαν.
Ο συνοδοιπόρος μου, βλέποντας με να βαριανασαίνω, έρχονταν και έβαζε τη μουσούδα του μπροστά στο πρόσωπο μου κουνώντας την ουρά του. Η κλίση πλέον ήταν τόσο μεγάλη, που όταν έμπαινε μπροστά μου κοιταζόμασταν στα μάτια πρόσωπο με πρόσωπο. Ήταν λίγο αστείο και σουρεαλιστικό ταυτόχρονα.
Μετά από πολύ κόπο καταφέραμε να φτάσουμε στην κορυφή. Σκόπευα να κάτσω λίγο παραπάνω για να απολαύσω την θέα, όμως η “σκιά” μου είχε άλλη γνώμη. Άρχισε να βολτάρει στην κορυφογραμμή και να περπατάει επάνω στις κορνίζες που είχε δημιουργήσει το χιόνι και ο άνεμος. Βλέποντας τον κόντεψα να πάθω έμφραγμα και, έτσι όπως ήμουν, χωρίς στάση, ξεκίνησα να κατεβαίνω φωνάζοντας τον να με ακολουθήσει.
Κατηφορίζοντας για το δάσος
Το μεγαλύτερο μέρος της κατάβασης το κάναμε τσουλώντας στο χιόνι δημιουργώντας μικρές χιονοστιβάδες, οι οποίες μας κατέβαζαν πιο γρήγορα. Ο σκύλος φαίνονταν να το διασκεδάζει πολύ και έτρεχε από τη μια μεριά της πλαγιάς στην άλλη, αδιαφορώντας για την κατάσταση του χιονιού. Εγώ παρέμενα κολλημένος κοντά στα βράχια, έτσι ώστε σε περίπτωση χιονοστιβάδας να πήγαινα προς αυτά, αποφεύγοντας την πορεία του χιονιού.
Σε λίγη ώρα ήμασταν στο διάσελο και κατηφορίζαμε για το χωριό. Το χιόνι όσο περνούσε η ώρα μαλάκωνε ακόμη περισσότερο και ο γυρισμός έμοιαζε ατελείωτος. Η καλή παρέα όμως και το πείσμα μας οδήγησε με ασφάλεια μέχρι το χωριό. Εκεί απολαύσαμε το τελευταίο μας συντροφικό γεύμα παρέα με την υπόλοιπη σκυλοπαρέα, που το πρωί λούφαζε, και τον αποχαιρέτησα με ένα χάδι.
Η Ευρυτανία είναι ένας θησαυρός, που προσφέρει πολλά στους ανθρώπους και στα ζώα. Αποτελεί τη νότια είσοδο στα Άγραφα και βρίσκεται αρκετά κοντά στην Αθήνα. Ο τόπος εδώ μοιάζει ζωντανός, η φύση είναι διαρκώς σε εγρήγορση και πολλές φορές πηγαίνει κόντρα στις ανθρώπινες επεμβάσεις.
Οι μοναχικές αναβάσεις στα βουνά καλό είναι να αποφεύγονται, γιατί τα ατυχήματα δεν εξαρτώνται μόνο από εμάς. Σε περίπτωση που επιλέξουμε να πραγματοποιήσουμε μια τέτοια ανάβαση, το σωστό είναι να ενημερώσουμε κάποιον φίλο ορειβάτη ποια διαδρομή θα ακολουθήσουμε. Κατά προτίμηση, καλό είναι να γνωρίζει και εκείνος το βουνό. Στη δική μου περίπτωση είχα επικοινωνία με έναν φίλο τον οποίο και ενημέρωνα για την πορεία μου. Σίγουρα δεν θα μπορούσε να με βοηθήσει σε όλες τις περιπτώσεις αλλά εάν μου συνέβαινε ένα ατύχημα θα ήξερε που να έρθει ενώ θα μπορούσε να ειδοποιήσει και τις ομάδες διάσωσης.
κείμενο – φωτογραφίες: Πάνος Μπαμπαλούκας
επιμέλεια: Χριστίνα Σανούδου