Εδώ και πολύ καιρό θέλαμε να πραγματοποιήσουμε μια ανάβαση στα Χτένια του Χελμού με προορισμό την κορυφή Νησί. Οι συνεχείς όμως νοτιάδες και οι υψηλές θερμοκρασίες μας ανάγκαζαν συνεχώς να το αναβάλουμε. Τελικά μετά από μερικές ημέρες έντονων χιονοπτώσεων και αφού η θερμοκρασία είχε επανέλθει στις φυσιολογικές τιμές ξεκινήσαμε για το βουνό.
Αναχωρήσαμε το απόγευμα και μετά από τρεις ώρες βρισκόμασταν στην τεχνητή λίμνη της Δόξας. Από μια παλαιότερη ανάβαση που είχα κάνει στην Ντουρντουβάνα μέσω του διάσελου του Κυνηγού, γνώριζα ότι θα μπορούσαμε να προσεγγίσουμε την κορυφογραμμή του Νησιού ακολουθώντας το ίδιο μονοπάτι μέχρι το διάσελο.
Φτάνοντας στη λίμνη κατασκηνώσαμε στη νότια πλευρά δίπλα στον δασικό δρόμο που θα μας οδηγούσε στο μονοπάτι. Μετά από μια χαλαρή βραδινή βόλτα καθίσαμε να απολαύσουμε τους αστερισμούς. Με οδηγό τον Ωρίωνα μπορέσαμε και βρήκαμε αρκετούς από τους υπόλοιπους αστερισμούς. Κατά διαστήματα η υγρασία μας έκρυβε την θέα, μα όταν το φεγγάρι χάθηκε από τον ορίζοντα όλα τα αστέρια έλαμπαν ακόμη πιο έντονα.
Λίγο πριν το ρολόι δείξει δώδεκα μπήκαμε στους υπνόσακούς μας και συνεχίσαμε την κουβέντα μέχρι να μας πάρει ο ύπνος. Ο σύντροφος μου είχε την απορία κατά πόσο το βουνό θα είχε αρκετά χιόνια μιας και η λίμνη δεν ήταν χιονισμένη. Του είπα να κάνει υπομονή μέχρι αύριο αλλά ήμουν σίγουρος ότι το βουνό θα είχε περισσότερα χιόνια από όσα θα θέλαμε.
Κατά τη μία το βράδυ ακούσαμε έναν πυροβολισμό κοντά στο φράγμα της λίμνης και μετά τον ήχο ενός αυτοκινήτου να φεύγει. Υποπτευθήκαμε ότι κάποιος κυνηγούσε αγριογούρουνα παράνομα μέσα στο σκοτάδι. Αν και είχαμε ανάγκη τον ύπνο τελικά και οι δύο κλείσαμε τα μάτια μας για πολύ λίγο.
Στις πεντέμισι το πρωί ακούσαμε το ξυπνητήρι και σηκωθήκαμε για να φάμε το πρωινό μας. Μαζί με εμάς είχαν ξυπνήσει και αρκετά πουλιά που κελαηδούσαν κρυμμένα στα δέντρα.
Ο ουρανός είχε λίγα σύννεφα μα οι δύο κορυφές από πάνω μας δεν φαίνονταν. Γνωρίζαμε ότι είχαμε περιθώριο να τελειώσουμε την ανάβαση μέχρι το μεσημέρι, γιατί αργότερα ο καιρός θα άλλαζε με έντονες χιονοπτώσεις και καταιγίδες.
Όσο περνούσε η ώρα και φώτιζε τα χιόνια στο βουνό φαίνονταν ακόμη πιο έντονα. Αφού φάγαμε μαζέψαμε την βρεγμένη από την υγρασία σκηνή και ξεκινήσαμε με τους φακούς στο κεφάλι για το δάσος. Είχε αρχίσει να φεγγίζει και τα σύννεφα γινόντουσαν πορτοκαλί. Μπήκαμε στο δάσος με πολύ όρεξη γυρνώντας που και που πίσω για να αντικρίσουμε την Μεγάλη Ζήρεια.
Η βροχή των προηγούμενων ημερών και τα λιωμένα χιόνια μας ανάγκαζαν να τσαλαβουτάμε μέσα στις λάσπες. Ακολουθώντας τις ταμπέλες που έδειχναν την σωστή πορεία για το διάσελο του Κυνηγού και τα ορειβατικά σήματα στα δέντρα φτάσαμε στο τελείωμα του δρόμου. Εδώ υπήρχε μια στάνη και ένα πλάτωμα. Εμφανή ήταν τα σημάδια από τα αγριογούρουνα τα οποία έσκαβαν στο χιόνι για να βρουν τροφή. Οι οπλές τους είχαν σημαδέψει όλη την περιοχή.
Τα μαλακά χιόνια μας προετοίμαζαν για το τι θα επακολουθούσε. Όσο περπατούσαμε το ύψος του χιονιού αυξανόταν συνεχώς. Λίγη ώρα μετά την είσοδό μας στο μονοπάτι βρισκόμασταν στο έλεός του. Είχε ξεπεράσει το μισό μέτρο και σε πολλά σημεία το ένα μέτρο. Πριν βγούμε στο διάσελο τα πράγματα είχαν γίνει εφιαλτικά. Τα λιγοστά σημάδια στα δέντρα σε πολλά σημεία ήταν θαμμένα με αποτέλεσμα να χάνουμε το μονοπάτι. Στα δύσκολα σημεία χωρίζαμε με σκοπό να βρούμε κάποιο σημάδι. Την μία ψάχναμε μέσα στα λούκια και την άλλη ανάμεσα από δέντρα που από το πολύ χιόνι έπαιρναν διάφορες μορφές.
Σε κάποιο σημείο την ώρα που άνοιγα βήματα σχεδόν θάφτηκα από το χιόνι το οποίο ήταν στο ύψος των ώμων μου. Εκεί κόλλησα και για λίγο σκέφτηκα ότι δεν θα φτάναμε ποτέ στο διάσελο. Η κωμικοτραγική κατάσταση με είχε αναγκάσει να κάθομαι ακίνητος περιμένοντας κάποιον να με βγάλει από εκεί. Ευτυχώς μπήκε μπροστά ο σύντροφός μου αποφασίζοντας να ανοίξει αυτός το μονοπάτι. Κάνοντας αρκετά “ακροβατικά” κατάφερε να μας βγάλει από την δύσκολη θέση.
Λίγο παραπάνω φτάσαμε στον δασικό δρόμο και το ηθικό μας ανέβηκε ξανά. Περπατήσαμε για λίγο στον δρόμο και ξαναμπήκαμε στο δάσος μέχρι που βγήκαμε στο διάσελο. Αριστερά μας βλέπαμε τις απότομες πλαγιές της Ντουρντουβάνας και δεξιά την πλαγιά που έπρεπε να ανηφορίσουμε.
Μετά από μια ολιγόλεπτη στάση ξεκινήσαμε την ανάβαση. Ο καιρός είχε αρχίσει να κλείνει και πάνω από την λίμνη τα σύννεφα έδειχναν όλο και πιο σκοτεινά. Τα βουνά στο βάθος κρύβονταν μέσα στα σύννεφα, όπως και οι ψηλότερες κορυφές του Χελμού. Μόνο για λίγα λεπτά προλάβαμε να δούμε την Ψηλή Κορυφή. Αντίθετα η Ντουρντουβάνα και η Μεγάλη Ζήρεια φέρνανε αντίσταση στα σύννεφα παραμένοντας ορατές.
Κινηθήκαμε προς την ράχη μπροστά μας και στα πρώτα βράχια που βρήκαμε τα περάσαμε από αριστερά. Καθώς τελείωνε το δάσος τα τελευταία δέντρα έμοιαζαν σαν κάποιος να τα είχε βάλει τιμωρία να κρατούν όλο το χιόνι που θα τα άγγιζε μέχρι να περάσει ο χειμώνας.
Βρισκόμασταν πλέον στα 1700μ. αρκετά κοντά στην τελική ανάβαση για την κορυφογραμμή. Φτάνοντας σε μια χαμηλή κορυφή την τραβερσάραμε από δεξιά και φτάσαμε στην μεγάλη ανηφόρα. Με το μάτι έμοιαζε μικρή αλλά ξέραμε ότι μας ξεγελούσε. Πήραμε μερικές ανάσες και ξεκινήσαμε ακολουθώντας την ράχη.
Η κούραση είχε αρχίσει να κάνει την εμφάνισή της αλλά παραμέναμε συγκεντρωμένοι στον σκοπό μας. Η ηρεμία της ανηφοριάς διαταράχτηκε όμορφα όταν ξαφνικά μπροστά μας πετάχτηκε ένα μεγαλοπρεπές γεράκι. Ήταν το μεγαλύτερο που είχα δει ποτέ στη ζωή μου και για λίγο νόμιζα ότι ήταν αετός. Αποσβολωμένος από το θέαμα και την κοντινή απόσταση αρνήθηκα να σηκώσω την κάμερα για να το φωτογραφήσω και έμεινα ακίνητος παρακολουθώντας το να φεύγει μακριά.
Μιάμιση ώρα μετά αφού αφήσαμε το διάσελο είχαμε βγει στην κορυφογραμμή. Το χιόνι καθ’ όλη την διάρκεια της ανάβασης ήταν μαλακό και μόνο στο τέλος πάγωνε λιγάκι. Έτσι σε κανένα σημείο δεν χρειάστηκε να χρησιμοποιήσουμε χειμερινό εξοπλισμό.
Επάνω τα πράγματα ήταν κάπως θολά. Τα σύννεφα έκαναν το παιχνίδι τους και κάθε λίγο μας έκρυβαν τον ορίζοντα. Για μερικά λεπτά αναγκαζόμασταν να παραμένουμε ακίνητοι μέχρι να ανοίξει ο ουρανός έτσι ώστε να μπορέσουμε να δούμε που πατάμε. Το χιόνι στην κορυφογραμμή ξεπερνούσε τα δύο μέτρα και ήταν αδύνατο να καταλάβουμε τι έχουμε από κάτω μας και που σταματούσε το βουνό.
Για να συνεχίσουμε βγάλαμε τα πιολέ μας και αρχίσαμε να κινούμαστε πάνω στο ασαφές πεδίο. Μετά την πρώτη κορυφή κατηφορίσαμε για λίγο και βγήκαμε σε ένα μικρό διασελάκι. Λίγο παραπάνω το βουνό μας έδειχνε ότι το παιχνίδι δεν θα ήταν εύκολο. Οι κορνίζες που είχαν σχηματιστεί μας έκλειναν τον δρόμο. Είχαν την μορφή των κυμάτων που χρησιμοποιούν οι σερφάδες για να πλανάρουν άλλοτε με πρόσωπο δεξιά και άλλοτε αριστερά. Έτσι αναγκαζόμασταν να περνάμε ανάμεσα τους με αρκετό φόβο.
Ευτυχώς το χιόνι δεν έφυγε από πουθενά και σύντομα βρισκόμασταν στο ψηλότερο σημείο. Όμως ο ουρανός είχε βαρύνει αρκετά και με δυσκολία βλέπαμε στα τέσσερα μέτρα. Αναγκαστικά καθηλωθήκαμε στην κορυφή περιμένοντας να ανοίξει για να δούμε τι έχουμε μπροστά μας.
Στη λίμνη της Δόξας το κυνήγι είχε αρχίσει ξανά. Ακούγαμε συνεχώς πυροβολισμούς λες και διεξαγόταν μια μάχη. Πιθανότατα κυνηγούσαν πολλά άτομα μαζί και για αρκετή ώρα. Μας έκανε εντύπωση που μπορούσαμε και τους ακούγαμε μέχρι εδώ πάνω.
Όταν τα σύννεφα διαλύθηκαν λιγάκι αντικρίσαμε μια κορυφή. Έπρεπε να κατηφορίσουμε για λίγο και να πάμε απέναντι. Ωστόσο η κούραση και ο καιρός δεν μας το επέτρεπαν. Για λίγο είχαμε σαστίσει και δεν γνωρίζαμε αν είχαμε φτάσει στην κορυφή Νησί και βλέπαμε απέναντι το Μαδερό ή είχαμε μπροστά μας το Νησί. Η ομίχλη όμως δεν έλεγε να διαλυθεί και σύντομα αποφασίσαμε να κατηφορίσουμε.
Σε αυτές τις συνθήκες είναι πολύ εύκολο να παρασυρθεί κάποιος και να κάνει το μοιραίο λάθος. Η λογική όμως θα πρέπει να επικρατεί του πάθους. Το βουνό θα είναι εκεί και την επόμενη φορά. Ο γυρισμός ήταν πιο εύκολος. Το μαλακό χιόνι μας επέτρεπε να κατηφορίζουμε άνετα και μας προστάτευε τα γόνατα από την καταπόνηση. Συντροφιά μας έκανε και το ψιλό χιονάκι που έπεφτε μέχρι το διάσελο. Φτάνοντας στην βάση της κορυφογραμμής αποχαιρετήσαμε τις ψηλές κορυφές και μπήκαμε ξανά στο δάσος.
Λίγο πριν την λίμνη άρχισε να βρέχει. Φτάνοντας κάτω μαζέψαμε γρήγορα τα πράγματά μας και πήραμε τον δρόμο του γυρισμού. Μπορεί οι κορυφές από πάνω μας να είχαν κρυφτεί αλλά ακόμη τις νοιώθαμε κοντά μας.
κείμενο – φωτογραφίες: Πάνος Μπαμπαλούκας