Εδώ και αρκετό καιρό είχα αποφασίσει να κάνω τη διάσχιση του Υμηττού από βορά προς νότο ακολουθώντας την κορυφογραμμή του ορεινού όγκου. Το μόνο πράγμα που με φρέναρε ήταν ο ζεστός καιρός. Γνώριζα ότι ένα μεγάλο μέρος της διαδρομής θα γίνονταν κάτω από τον ήλιο και ότι σε αρκετά σημεία η μακία βλάστηση υπερτερεί των δέντρων.
Ο Υμηττός ξεκινάει από την Αγία Παρασκευή και μετά από 24 χιλιόμετρα σβήνει στη Βάρη. Οι κυριότερες κορυφές από βορά προς νότο είναι το Κορακοβούνι, ο Εύζωνας, το Μαυροβούνι, το Στρώμα και τέλος η τοποθεσία Κρεμασμένος Λαγός.
Παλαιότερα ο Υμηττός ονομαζόταν Τρελός εξαιτίας του μακρόστενου σχήματός του. Η ονομασία αυτή είχε βγει από τους ξένους περιηγητές η οποίοι τον έλεγαν tres long (γαλλική προσφώνηση – πολύ μακρύς). Παρά τις καταστροφικές πυρκαγιές και την τάση από αρκετούς ανθρώπους να χτίζουν όλο και πιο ψηλά σήμερα το βουνό βρίσκεται σε αρκετά καλή κατάσταση ενώ και τα σημεία τα οποία είχαν καεί ανακάμπτουν. Όπως η τοποθεσία Σέσι (Μαυροβούνι) και το Κορακοβούνι από την πλευρά των Γλυκών Νερών.
Την τελευταία δεκαετία το δάσος έχει πάρει την ανηφόρα. Πλέον τα πεύκα φτάνουν μέχρι ψηλά στον Εύζωνα και στην περίπτωση που δεν υπάρξει κάποια καταστροφική πυρκαγιά το βουνό θα είναι πιο δασοσκεπές από ποτέ. Τα παλιότερα χρόνια ο Υμηττός είχε δεχθεί αρκετά πλήγματα. Στην κατοχή οι πλαγιές του είχαν αποψιλωθεί εξαιτίας της εντατικής κοπής δέντρων. Οι κάτοικοι της πόλης είχαν ανάγκη από καυσόξυλα. Αλλά και στην αρχαιότητα το βουνό δεν είχε πάντα την καλύτερη εικόνα. Ο Πλάτωνας είχε παρομοιάσει τα βουνά της Αττικής με “οστά νοσήσαντος ανθρώπου” λόγω της κακής ποιότητας της βλάστησης.
Το ομορφότερο σημείο του βουνού είναι η περιοχή της Καλοπούλας. Περιμετρικά από το μοναστήρι της Καισαριανής έγινε ίσως η σημαντικότερη αναδάσωση με τη φύτευση πολλών δέντρων και ποικιλιών. Το υπόλοιπο τμήμα του βουνού είναι πανομοιότυπο. Τα πεύκα και τα πουρνάρια κυριαρχούν παντού ενώ πιο αραιά συναντάμε αγριελιές και κουμαριές.
Πεζοπορία
Ξεκίνησα νωρίς το πρωί ακολουθώντας τις οδούς Γραβιά και Ανατολικής Μεσογείου. Σύντομα έφτασα στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου του Κυνηγού. Από εδώ άρχιζε το μονοπάτι. Βρίσκονταν λίγα μέτρα παραπάνω από την είσοδο του μοναστηριού στα αριστερά. Ήταν σηματοδοτημένο με άσπρη και κόκκινη μπογιά. Στην αρχή ήταν αρκετά πλατύ και ανηφόριζε περνώντας ανάμεσα από τις στοές των παλιών ορυχείων. Λίγο μετά έκλεινε και γίνονταν κανονικό μονοπάτι. Τα ορειβατικά σημάδια είχαν αρχίσει να σβήνουν αλλά ακόμη φαίνονταν. Διασχίζοντας τον πρώτο δασικό δρόμο συνέχισα για λίγο αριστερά και ξαναμπήκα σε έναν κακό δασικό δρόμο που οδηγούσε σε ένα πυλώνα υψηλής τάσης. Ύστερα συνέχισα ξανά πάνω σε καλογραμμένο μονοπάτι.
Πλέον μπορούσα και έβλεπα όλο το λεκανοπέδιο της αττικής όπως και τα μεσόγεια. Ένας παλιός περιηγητής έλεγε ότι ο Υμηττός χωρίζει την κοιλάδα του Πνεύματος (Αθήνα) με την κοιλάδα του οινοπνεύματος (μεσόγεια). Η γνώση και η σοφία από την μια πλευρά και η παραγωγή κρασιού από την άλλη. Ο ουρανός ήταν καθαρός και φιλοξενούσε τον ήλιο και το φεγγάρι. Ο ήλιος βρισκόταν πάνω από τον Ευβοϊκό κόλπο και το φεγγάρι προς τη μεριά της Πάρνηθας. Σε λίγη ώρα όμως που ο ήλιος φώτιζε περισσότερο το φεγγάρι είχε εξαφανιστεί.
Λίγο αργότερα θα συναντούσα ακόμη έναν δασικό δρόμο τον οποίο και διέσχισα. Σχεδόν απέναντι συνέχιζε το μονοπάτι και με οδηγούσε στο τελευταίο τμήμα της διαδρομής μέχρι την κορυφή στο Κορακοβούνι. Λίγα μέτρα μακριά από την είσοδο στο μονοπάτι βρισκόταν η σπηλιά του Τριζονιού. Σε λίγο τα πεύκα αραίωσαν μέχρι που αντικαταστάθηκαν από τα πουρνάρια. Έφτασα μέχρι το τσιμεντένιο κολωνάκι και έκανα την πρώτη ολιγόλεπτη στάση. Έπειτα το μονοπάτι κατηφόριζε για λίγο και συνέχιζε προς την κορυφογραμμή του Εύζωνα. Μέχρι εδώ είχε φτάσει η τελευταία μεγάλη φωτιά. Τα σημάδια ήταν εμφανή αλλά και η φυσική επούλωση των πληγών ήταν αισθητή. Πλήθος από μικρά πευκάκια, λαδανιές, κουμαριές και πουρνάρια είχαν αρχίσει να πρασινίζουν ξανά την γύρω περιοχή. Αφού έφαγα μερικά κούμαρα συνέχισα προς τον Εύζωνα. Λίγο χαμηλότερα έβλεπα ένα σπιτάκι με μερικές κεραίες το οποίο ανήκει στον ΟΤΕ. Πέρασα γύρω από τον φράχτη του και βγήκα στον ασφαλτοστρωμένο δρόμο που ανηφορίζει μέχρι τις κεραίες στην κορυφή. Περπάτησα για λίγο πάνω στον δρόμο και στο σημείο που η φουρκέτα τελείωνε ξαναμπήκα στο μονοπάτι το οποίο βρισκόταν αριστερά.
Η κλίση του μονοπατιού ήταν πιο έντονη ενώ το δάσος πύκνωνε ξανά. Αριστερά έβλεπα τη βόρεια πλευρά της κορυφογραμμής. Παραπάνω το δάσος σταμάταγε και έδινε τη θέση του στα βράχια. Αυτό το κομμάτι ήταν ότι είχε απομείνει από τον Εύζωνα. Το έντονο ανάγλυφο και η χάραξη του μονοπατιού ανέβαζε για λίγο την αδρεναλίνη μα σε λίγο έρχονταν η απότομη προσγείωση μια που βρισκόμουν στις πρώτες κεραίες.
Η περιοχή της κορυφής είναι κατειλημμένη από κάθε λογής κεραία ενώ στο ψηλότερο σημείο υπάρχει ένα στρατόπεδο. Κάποτε υπήρχαν σχέδια για την τουριστική εκμετάλλευση της κορυφής. Μπορεί ευτυχώς τα σχέδια να μην έγιναν πράξη αλλά η συνέχεια για το βουνό μάλλον υπήρξε καταστροφικότερη. Τα κοντέινερ που σαπίζουν, τα σκουπίδια και η βίαιη χάραξη του τσιμεντένιου δρόμου δεν αφήνουν πολλά περιθώρια στην ομορφιά του ανώτερου σημείου. Όλα τα βουνά παρουσιάζουν μια τέλεια και μοναδική ανωμαλία. Αυτή είναι η κορυφή τους. Ο Υμηττός όμως όπως και άλλα δύο βουνά της Αττικής, η Πάρνηθα και η Πεντέλη έχουν το κακό τους το χάλι.
Προσπέρασα γρήγορα την περιοχή και φτάνοντας στον ασφαλτοστρωμένο δρόμο που είχα συναντήσει και λίγο παρακάτω τον ακολούθησα μέχρι τη μεγάλη φουρκέτα με την πλαστική δεξαμενή. Εκεί μπήκα στον μοναδικό δασικό χωματόδρομο με στόχο να φτάσω στις τέσσερις κεραίες που διακρίνονταν στο βάθος.
Από εδώ είχα καλή θέα σε όλο το λεκανοπέδιο και μπορούσα να ξεχωρίσω πολλά σημαντικά μνημεία όπως την Ακρόπολη και τις στήλες του Ολυμπίου Διός. Πιο μακριά έβλεπα τη Σαλαμίνα την Αίγινα και ένα τμήμα της Πελοποννήσου. Συνέχισα ευθεία μέχρι που έφτασα στις κεραίες. Ακολούθησα το χωματόδρομο προς το νότο μέχρι το σημείο που τέλειωνε. Στο τέλος υπήρχε ένα τσιμεντένιο κολονάκι. Εκεί ήταν η είσοδος του μονοπατιού. Η ορειβατική σήμανση με τον αριθμό 10 που με καθοδηγούσε καθ’ όλη την διάρκεια της διαδρομής σταματούσε σε αυτό το σημείο. Από δω και πέρα ακολουθούσα τους ορειβατικούς κούκους (στοιβαγμένες πέτρες η μία πάνω στην άλλη). Το μονοπάτι γίνονταν αρκετά απότομο και σύντομα έχασα το ίχνος του. Αν και γύρισα πίσω μέχρι τα προηγούμενα σημάδια για να το βρω, τελικά δεν τα κατάφερα. Ένας κούκος δεν φέρνει πάντα την άνοιξη. Έπειτα αποφάσισα να ακολουθήσω την δική μου γραμμή. Ξεκίνησα να κατηφορίζω σε σαθρό πεδίο με πολύ προσοχή. Ήταν το δυσκολότερο σημείο της διαδρομής ως τώρα. Το έδαφος γλιστρούσε επικίνδυνα και τα δέντρα δεν με άφηναν να βρω ένα προσβάσιμο σημείο για να φτάσω στο Σέσι. Τελικά μετά από πολύ κόπο βρήκα ξανά κάποια σημάδια και μερικά ξεβαμμένα σπρέι με τον αριθμό 10. Το υποτιθέμενο μονοπάτι με οδηγούσε δίπλα σε ένα αυθαίρετο σπίτι. Σήμα κατατεθέν των Νεοελλήνων.
Εδώ κάτω θα έκανα την πρώτη μεγάλη στάση. Τα παγκάκια έξω από το κτίσμα του κυνηγετικού συλλόγου Κορωπίου ήταν ότι έπρεπε. Ως εδώ είχα κάνει τέσσερις ώρες και σαράντα λεπτά. Όταν κάθισα για να ξεκουραστώ ξεπρόβαλαν δύο σκυλιά. Το ένα εξαφανίστηκε φοβισμένο ενώ το άλλο κάθισε σε κοντινή απόσταση μπας και κερδίσει λίγο φαγάκι. Αν και είχα περιορισμένα πράγματα έτσι σκελετωμένο που ήταν του έδωσα αρκετές μπουκιές. Έψαξα να δω αν είχε νερό τριγύρω αλλά όλες οι βρύσες ήταν κλειστές. Ακριβώς κάτω από την αυλή υπήρχε ένα εκτροφείο θηραμάτων. Μία περιφραγμένη έκταση μέσα στην οποία πετούσαν λιγοστά πουλιά. Το μεγαλύτερο από αυτά έκανε συνεχώς την ίδια διαδρομή. Πετούσε από τη μια γωνία μέχρι τη μέση της φυλακής του και ξανά πίσω. Μου θύμισε τα άγρια ζώα που όταν βρίσκονται καιρό φυλακισμένα παθαίνουν κατάθλιψη και κάνουν συνεχώς τις ίδιες επαναλαμβανόμενες κινήσεις μέσα στα κλουβιά τους.
Ζούμε στα χρόνια που ο άνθρωπος λεηλατεί τη φύση σε όλα τα επίπεδα. Εκτός από τη μαζική εκμετάλλευση των ζώων για τροφή κάποιοι τολμούν να φυλακίζουν και τα άγρια είδη τα οποία κάποια στιγμή ελευθερώνουν για να τα σκοτώσουν λίγο αργότερα. Όταν αυτό γίνεται μέσα στην πρωτεύουσα στην οποία πολλά ζώα ήδη πνέουν τα λοίσθια τότε αυτό ονομάζεται παραλογισμός.
Μετά τις σκέψεις για τη σχέση μας με τα ζώα φορτώθηκα ξανά και ξεκίνησα για την επόμενη κορυφή. Το Μαυροβούνι. Αριστερά είχα την κορυφή Προφήτης Ηλίας με την ομώνυμη εκκλησία. Ο Προφήτης Ηλίας είχε καεί πριν αρκετά χρόνια μα τώρα ήταν καταπράσινος. Στην ανατολική πλευρά του φιλοξενεί τον αρχαίο Ναό Ομβρίου Διός. Στο Ναό αυτό λατρευόταν ο Ζευς ως Όμβριος – δηλαδή αυτός που φέρνει τη βροχή. Από τη μεριά τη δική μου έβλεπα μόνο το οροπέδιο, ίσως το μεγαλύτερο του Υμηττού. Η τοποθεσία Σέσι είναι γεμάτη με θάμνους και λίγα πεύκα περιμετρικά. Σε αυτό το σημείο βρίσκουν καταφύγιο πολλά πουλιά και άλλα είδη ζώων. Από εδώ μπορεί να δει κανείς αρκετές γύρω κορυφές ενώ δεν φαίνεται η πόλη παρά μόνο στην άκρη του οροπεδίου όπου διακρίνεται η Τερψιθέα.
Ακολούθησα το χωματόδρομο με κατεύθυνση το Μαυροβούνι φτάνοντας στο μεγάλο διάσελο με την ονομασία Σταυρός. Σε αυτό το σημείο ίσως σε λίγα χρόνια να περνάει η νέα Αττική οδός που θα ενώνει το Κορωπί με την Αθήνα. Εάν το έργο γίνει θα σημάνει αναμφισβήτητα την περαιτέρω υποβάθμιση του βουνού. Από το Σταυρό, με σήμα κατατεθέν τους μεγάλους πυλώνες άρχισα να ανηφορίζω ακολουθώντας το μονοπάτι στην αριστερή πλευρά της ράχης. Παραπάνω βρέθηκα στο μονοπάτι που οδηγούσε στην Τρύπια σπηλιά. Συνέχιζε δεξιά και ήταν καλογραμμένο. Αντίθετα το δικό μου ανηφόριζε την πλαγιά μέσα από μικρά περάσματα. Εδώ δεν υπήρχαν ορειβατικά σημάδια παρά μόνο κούκοι. Χωρίς αυτούς η ανάβαση ως την κορυφή θα ήταν μια πολύ δύσκολη υπόθεση. Είχα κάνει και παλαιότερα τη διαδρομή αυτή και ήξερα ότι θα έπρεπε να ήμουν πολύ προσεκτικός. Ακολουθούσα πιστά τους κούκους ανάμεσα από τα πυκνά δέντρα και τους θάμνους.
Φτάνοντας στην κορυφή με το τσιμεντένιο κολονάκι έκανα μια ακόμη στάση. Εδώ η θέα ήταν ακόμη πιο εντυπωσιακή. Μπορούσα να δω τον κύριο όγκο του βουνού όπως και όλο το Σαρωνικό μέχρι και το νησάκι του Αγίου Γεωργίου κοντά στο Σούνιο. Αριστερά διακρίνονταν το Πάνειο όρος ο Όλυμπος και μερικά ακόμη βουνά.
Με το χρόνο να κυλάει γοργά ξεκίνησα μετά από πέντε λεπτά για την απέναντι κορυφή με την ονομασία Στρώμα. Κατηφόρισα για λίγο στο άγνωστο μέχρι που έπεσα πάνω στους ορειβατικούς κούκους. Σκέφτηκα ότι αυτός η αυτοί που τους έκαναν θα άξιζαν ένα καλό κέρασμα. Η δημιουργία τους ήταν καταλυτική για την πορεία μου σε πολλά σημεία της διαδρομής.
Δεν άργησα να φτάσω στο διάσελο και αμέσως άρχισα να ανεβαίνω ξανά. Η υψομετρική διαφορά των δύο κορυφών ήταν μόλις εκατό μέτρα. Φτάνοντας πάνω πλησίασα το σιδερένιο φράχτη που έκλεινε από όλες τις μεριές την πρόσβαση στο ψηλότερο σημείο. Η περιοχή ανήκε στην πολιτική αεροπορία. Έκανα τον γύρω της περίφραξης και ξεκίνησα να κατεβαίνω από το μοναδικό δασικό δρόμο. Εδώ δεν υπήρχε καθόλου σκιά αλλά το δροσερό αεράκι με βοηθούσε να προχωράω.
Ο δρόμος κατηφόριζε για μερικά χιλιόμετρα κάνοντας ένα μεγάλο γύρω τον οποίο από κακή εκτίμηση δεν μπόρεσα να αποφύγω και με έβγαλε στον ασφαλτοστρωμένο δρόμο που οδηγούσε στην τοποθεσία Κρεμασμένος Λαγός.
Σε αυτό το σημείο τα πεύκα μου έκρυβαν τη θέα και έπρεπε να αποφασίσω αν θα πάω δεξιά η αριστερά. Τελικά είπα να πάω δεξιά νομίζοντας ότι προς τα εκεί θα ήταν η Βάρη. Αφού πέρασα δίπλα από μια στρατιωτική βάση αντίκρισα μπροστά μου τα πρώτα σπίτια. Δυστυχώς είχα πάρει λάθος κατεύθυνση. Ήμουν στην οικισμό Πανόραμα Βούλας. Το ρολόι έδειχνε έξι και ο ήλιος είχε πλησιάσει αρκετά τον ορίζοντα. Ήθελα να γυρίσω πίσω και να πάω προς τη Βάρη αλλά ήμουν σίγουρος ότι θα με έπιανε η νύχτα. Έτσι ξεκίνησα να κατεβαίνω προς την οδό Βουλιαγμένης. Από εκεί θα έπαιρνα το λεωφορείο και το μετρό για το σπίτι.
Περπατώντας ανάμεσα στις βίλες της περιοχής αναρωτήθηκα πως μπόρεσαν και έχτισαν σε τέτοιο υψόμετρο στο βουνό. Τα σπίτια έχουν πάρει την ανηφόρα και το κακό δεν φαίνεται να έχει τελειωμό. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στους Θρακομακεδόνες στην Πάρνηθα. Τα σπίτια και εκεί χτίζονται μέσα στο δάσος ενώ έχουν ξεπεράσει και την είσοδο του φαραγγιού της Χούνης. Τελικά κάποιοι άνθρωποι είναι πιο “άνθρωποι” από τους υπόλοιπους και μάλλον νομίζουν ότι έχουν το δικαίωμα να καταστρέφουν τη φύση, περιορίζοντας το χώρο και το οξυγόνο που χρειαζόμαστε όσοι ζούμε κάτω στην πόλη. Ευτυχώς οι άλλες συνοικίες που βρίσκονται στους πρόποδες του Υμηττού όπως ο Χολαργός για παράδειγμα έχουν βάλει όρια στη δόμηση. Εδώ στο Πανόραμα μιλάει το χρήμα και η αδιαφορία για το περιβάλλον. Τα σπίτια σε πολλά σημεία είναι τόσο κοντά κτισμένα το ένα με το άλλο που δεν υπάρχει χώρος για πράσινο. Τελικά η ομορφιά από την ασχήμια απέχει πολύ λίγο.
Με αυτές τις σκέψεις κατηφόρισα γρήγορα μέχρι τη στάση. Είχαν περάσει εννιάμιση ώρες από την ώρα που ξεκίνησα την πεζοπορία.
Ο Υμηττός έχει πολλά να προσφέρει στους Αθηναίους. Με λίγη ευαισθητοποίηση ίσως προλάβουν να τον δουν και τα παιδιά μας όπως είναι σήμερα.
Πληροφορίες διαδρομής
– Η διαδρομή ξεκινάει από την οδό Γραβιάς στην Αγία Παρασκευή
– Το πρώτο τμήμα γίνεται πάνω στον ασφαλτοστρωμένο δρόμο
– Το μονοπάτι ξεκινάει δίπλα από το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Κυνηγού
– Η σήμανση έχει κόκκινη και άσπρη μπογιά
– Στο μεγαλύτερο τμήμα της διαδρομής βλέπουμε τον αριθμό 10 πάνω σε κίτρινη μπογιά
– Υπάρχει χάρτης της ανάβασης με το βόρειο και κεντρικό τμήμα του βουνού
– Επίσης σε ορισμένα σημεία του βουνού υπάρχουν και χάρτες πάνω σε ξύλινες κατασκευές που δείχνουν τα μονοπάτια της περιοχής. Υπάρχει ένας τέτοιος χάρτης και στον Άγιο Ιωάννη. Μπορεί κανείς να τον φωτογραφήσει και να τον έχει μαζί του κατά τη διάρκεια της πορείας
– Οι ώρες της πεζοπορίας ξεπερνούν τις δέκα. Στη δική μου περίπτωση έκανα τρεις ολιγόλεπτες στάσεις και ο ρυθμός ήταν σχετικά γρήγορος. Για κάποιον που δε γνωρίζει καθόλου το βουνό θα πρέπει να υπολογίσει και την ώρα που πιθανότατα θα χάσει από τα σημεία που το μονοπάτι δεν είναι ευκρινές.
– Η χλωρίδα της διαδρομής δεν έχει μεγάλη ποικιλία και το βουνό σε μερικά σημεία δεν παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, ωστόσο αποτελεί μια καλή πρόταση για περιπέτεια της μίας ημέρας και ίσως ένα καλό πεδίο για προπόνηση γι’ αυτούς που ετοιμάζονται για μεγαλύτερα βουνά.
κείμενο – φωτογραφίες: Πάνος Μπαμπαλούκας