Το Καλλιφώνι συνορεύει με τον κύριο ορεινό όγκο του Ερυμάνθου και ανάμεσα τους κυλάει ο ποταμός Σελινούντας. Βρίσκεται ανατολικότερα και σε σχέση με τις υπόλοιπες κορυφές δέχεται λιγότερες επισκέψεις. Έχει υψόμετρο 1.997 μέτρα και περιμετρικά είναι κατάφυτο από έλατα. Το αλπικό τμήμα χωρίζεται σε δύο κύριες κορυφές.
Η πιο γνωστή διαδρομή για την κορυφή είναι αυτή που ξεκινάει από τον οικισμό Μετόχι πριν τη Βλασία. Για να βρεθούμε στο αλπικό διασχίζουμε όλο το δάσος της βόρειας πλευράς μέχρι να φτάσουμε σε μια στάνη. Στη στάνη σταματάει το δάσος και αρχίζει η ανάβαση προς το ψηλότερο σημείο. Εδώ βρίσκεται και το δυσκολότερο κομμάτι της διαδρομής.
Το μονοπάτι τραβερσάρει μια πλαγιά με βράχια η οποία το καλοκαίρι περνιέται εύκολα, αλλά το χειμώνα με χιόνια χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή γιατί γλιστράει. Για να προχωρήσουμε περνάμε πάνω από ένα ξύλινο γεφύρι, το οποίο δεν είναι στην καλύτερη κατάσταση και συνεχίζουμε σε στενό μονοπάτι. Αν θέλουμε να ασφαλίσουμε το πέρασμα μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ιμάντες και με τη βοήθεια ενός σχοινιού να περάσουμε το επικίνδυνο κομμάτι. Στα αριστερά υπάρχει γκρεμός και δεν συγχωρούνται τα λάθη.
Αμέσως μετά η διαδρομή γίνεται πιο ήπια. Κινούμαστε προς τα πάνω μέχρι να φτάσουμε σε μια απότομη πλαγιά την οποία και ανεβαίνουμε από δεξιά. Έπειτα το πεδίο γίνεται εύκολο. Φτάνουμε στο διάσελο και πάμε αριστερά προς την κορυφή.
Οι δύο ψηλές κορυφές δημιουργούν ένα φυσικό διάδρομο που μοιάζει με χωνί και το μονοπάτι κινείται ανάμεσά τους. Σε περίπτωση που το βουνό έχει υπερβολικά πολλά χιόνια η διαδρομή είναι επικίνδυνη. Καλό είναι να ελέγχουμε την κατάσταση του χιονιού. Επίσης ο χειμερινός εξοπλισμός είναι απαραίτητος.
Στο δύσκολο κομμάτι υπάρχει η εναλλακτική να κινηθούμε ευθεία προς τα βράχια στο σημείο που δημιουργείται κάτι σαν λούκι. Δηλαδή να μην κινηθούμε προς τη στάνη. Ωστόσο και αυτό το σημείο χρειάζεται προσοχή αν υπάρχουν χιόνια.
Το μονοπάτι μέσα στο δάσος είναι σηματοδοτημένο. Καλό είναι να ακολουθούμε πιστά τα σήματα γιατί το δάσος χαμηλά έχει ιδιαίτερη μορφολογία και μπορεί να χαθούμε.
κείμενο – φωτογραφίες – βίντεο: Πάνος Μπαμπαλούκας